Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Αδιέξοδο

    Πριν τριάντα χρόνια δεν θα σκεφτόμουν με τίποτα να μιλήσω για αδιέξοδα και θιγμένα τολμηρά βήματα ούτε για πολτοποιημένες -πρώην δυναμικές και νυν ανορεξικές- προσωπικότητες. Τώρα θα με ρωτήσεις -και με το δίκιο σου- αν σκεφτόμουν γενικώς να μιλήσω πριν τριάντα χρόνια.... Η απάντηση είναι όχι...άλλωστε δεν υπήρχα...δηλαδή υπήρχα, αλλά δεν είχα κατοχυρώσει την ύπαρξη μου... Γραφειοκρατία μες στην μήτρα.....άστα αξεκαθάριστα.....
   Και εκεί μόλις μεγάλωνα και άρχισα να ασφυκτιώ αποφάσισα να γεννηθώ.Γιατί η ανθρώπινη φύση έχει προνοήσει. Μόλις νιώθεις πως πας να κρουφτείς σαν έμβρυο αμέσως παίρνεις προαγωγή σε νεογέννητο.Και απο κει ξεκινάει μια σειρά απο προαγωγές... Μόλις φτάσεις δε στην εφηβεία, νομίζεις οτι είσαι στην καλύτερη θέση που θα μπορούσες να σταθείς ποτέ. Θαρρείς και είσαι ο μάγκας όλου του σύμπαντος. Ένας αφελής μάγκας που δεν έχεις ιδέα τι σε περιμένει.Και τι είναι αυτό που σε περιμένει...? Το πόσο έχεις να αλλάξεις. Θα σε τρομάξει φιλαράκι..Θα δεις τον εαυτό σου να αλλάζει όσες φορές είδε ο παππούς σου τα λεφτά να αλλάζουν κι ακόμα περισσότερες... Το καλό βέβαια είναι οτι μέχρι και λίγο μετά την εφηβεία δεν προλαβαίνεις να κρουφτείς. Πριν σε πνίξει η κάθε εποχή μέχρι την επόμενη αλλαγή σου....αλλάζεις!! Δεν υπάρχει αδιέξοδο...γιατί δεν προλαβαίνει να υπάρξει.Και εσύ ανασαίνεις...ξεμπουκώνεις, φρεσκάρεσαι και πας παρακάτω... με άλλο μαλλί, άλλο αέρα, άλλη νοοτροπία. Αλλά είσαι ένας άνθρωπος γυμνός απο αδιέξοδα και στερημένος θηλιάς στο λαιμό. Και ήρθε άλλη εποχή. Τι αναγνωρίζεις σε σένα...? Αρκετά ε? Μπράβο γιαβρί μου.Κάτι έφτασες απο ότι ήθελες..Κάτι όχι.Και γιατί σκας πουλί μου? Σάμπως δεν ηταν απολαυστικές οι εικαστικές παρεμβάσεις μιας ανώτερης δύναμης στον καμβά της δικής σου ζωής μέχρι τώρα? Μην γκρινιάζεις.Μια χαρά ήταν.Έμαθες κάτι .Σίγουρα έμαθες. Τόσα χρόνια τρέξιμο απο εποχή σε εποχή, απο αλλαγή σε αλλαγή και δεν θα μάθαινες κάτι? Δεν σε έχω και για βλάκα. Κοίτα μόνο να τα έμαθες καλά.Γιατί η ιστορία έχει την τάση να επαναλάμβάνεται και δεν υπάρχει χρόνος να φεύγει τσάμπα και βερεσέ.Και εγώ στο λέω φίλε και να το θυμάσαι, η ζωή δεν σου φέρνει τυχαία ό,τι σου φέρνει.Καλά δεν τ λέω μόνο εγώ αλλά τέλος πάντων.Εσύ να το θυμάσαι... Και εκεί που περνάνε τριάντα παρά πέντε μήνες χρόνια μπροστά απο τα μάτια μου, αισθάνομαι να πνίγομαι.Να ασφυκτιώ. Το ένιωσες καμιά φορά....?Εδώ μάλλον αρχίζει να σε κρούβει η "άλλη εποχή". Τι να πω , δεν ξέρω...Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν βρίσκεσαι σε μια τέτοια φάση...σ'ενα αδιέξοδο πρέπει να μάθεις απο την φύση... Θυμήσου τι έκανες μέσα στην μήτρα, όταν δεν σε χωρούσε άλλο.... Και κάντο πάλι...Βγες απο τον σάκο σου και ανέπνευσε.... Και μη μασάς ....το κλάμα είναι ένδειξη ζωής.. Πάρτο αλλιώς.... Άμα δε σου βγει, γύρνα πίσω και στρίψε κάπου παραπέρα....Κάποια στιγμή θα πάψεις να μπαίνεις στο αδιέξοδο αυτό. Ξαναγεννήσου ρε φίλε...Τι σου ζητάνε.....?


ΥΓ "ξενύχτια μου στην μήτρα μου.....ακόμα είμαι μωρό...χίλιες φορές θα γεννηθώ...χίλιες τον κόσμο θα τον δω....." που λέει και ένα παλιό τραγούδι...δικό μου! Σας φιλώ.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Μια φράση απο ημερολόγιο

Κανονικά τώρα θα έπρεπε να είναι χειμώνας.... όχι αυτό το βαρύ φθινόπωρο που είναι.. Τι να πω..σαν να είμαστε εγκλωβισμένοι στην αναμονή του χειμώνα. Λες και δεν είχαμε τόσα να εγκλωβιστούμε, μας κάνει και η φύση νάζια..αλλιώς δεν θα είχε πλάκα -που λέει και μια φίλη-.Όσο λοιπόν περιμένω τον χειμώνα τριγυρνάω σε παλιά ημερολόγια και τετράδια..Πάντα φροντίζω να περνάω απο κει -λίγο πιο συχνά απο σπάνια- για να μην με ξεχνάνε οι λέξεις μου..εγώ τις ξεχνάω έτσι κι αλλιώς γρήγορα...
Και κάπου εκεί σε μια παλιά ημέρα απο τις περασμένες βρήκα αυτό...Δεν είναι παραμύθι..είναι πέρα ως πέρα αληθινό....ούτε συνταρακτικό είναι..μην ενθουσιάζεσαι..μια διαπίστωση είναι..Μπορεί να την έχεις κάνει κι εσύ στο δικό σου ημερολόγιο...

 Κάποτε...


"Αρκεί θαρρείς μία βροχή για να σε ξεπλύνει?"...

     Κάπου το είχα διαβάσει παλιότερα... θαρρώ πως ήταν σε κάποιον τοίχο του σχολείου ή σε κάποιο θρανίο όταν πήγαινα στο γυμνάσιο... (το έχω λίγο διαφορετικά στην μνήμη μου από το "μεγάλο σχολείο" που το είχα κάποτε).Δεν το κατάλαβα μάλλον με την πρώτη αλλά σαν φράση μου άρεσε.Την πέρασα στο πρόχειρο μου (τετράδιο εποχής που αν δεν είχες ήσουν μάλλον εξωγήινος) κι έτσι την ξαναθυμήθηκα αρκετές φορές ξεσκονίζοντας σχολικές αναμνήσεις και αφιερώσεις... Ίσως ο τοίχος ή το θρανίο να μην υπάρχουν πια...αλλά η φράση παραμένει....και πιθανότατα κι αυτός-ή που την έγραψε........ "αρκεί θαρρείς μία βροχή για να σε ξεπλύνει?"......
Με σιγουριά μπορώ να πω πως ναι!! Αρκεί. Μόνο που πρέπει να την νιώσεις ως τα κόκαλα...την βροχή. Χωρίς να νιώσεις παγωμένος...(αν το νιώσεις αυτό νομίζω πως δεν έχεις ανάσα κι αυτό δεν είναι καλό).Για χρόνια πίστευα πως δεν αρκεί... πως για να κάνεις οτιδήποτε είναι να κάνεις, χρειάζεσαι πολλές ηλιοφάνειες και καμία βροχή...."όλα ρόδινα" που λένε...ή έστω τα περισσότερα.. Δύναμη, στόχο και επιμονή...Ναι, όλα αυτά χρειάζεσαι....αλλά μόνα τους? Μπορείς να χρησιμοποιήσεις όλα αυτά και να καταφέρεις πολλά... κι όταν ο εαυτός σου σε ρωτήσει "τα κατάφερες"? θα πεις " ναι". ΧΑ! Καλέ μου άνθρωπε, καλά όλα αυτά αλλά δεν έγινες ποτέ κουβάρι?Εγώ μόνο το μπέρδεμα θυμάμαι από πολλές καταστάσεις...Το ξεμπέρδεμα το έχω ξεχάσει.Το έχω αποβάλλει από την μνήμη μου γιατί αποδείχθηκε στις περισσότερες των περιπτώσεων απλό. Κι ο εγωισμός και η ξεροκεφαλιά μου δεν μου επέτρεψαν να το θυμάμαι.....
Και ήρθε η βροχή. Ο άστατος καιρός και η θολούρα.... Και τι να καταφέρει? Ασφυκτιώ με τα αδιάβροχα...έχω μαζέψει πολλά περιττά πάνω μου και μόλις κλείσω το αντι-ανεμικό/αντι-βροχικό/αντι-ανθρωπικό.... ασφυκτιώ..Αποφασίζω να βραχώ λοιπόν.... (Πάντα λάτρευα το να αλλάζω αποφάσεις. Είναι ένα ελάττωμά μου που αγαπώ..)Και θα σου πω γιατί "αρκεί η μια αυτή και μόνο βροχή"..Το νερό δεν λιώνει το χαρτί.....? Κάθε χάρτινο από πάνω σου θα φύγει...καθετί ψεύτικο και περιττό θα λιώσει.... και θα φύγει.... Μην πάρεις ομπρέλα μια φορά.... Θα εκπλαγείς πόσα "χάρτινα" θα φύγουν....Και να θυμάσαι πάντα κάτι.... Όπου κι αν έχεις πάει, θα πας εκεί που τελικά ΕΣΥ ορίζεις ότι και να γίνει.....αρκεί να μην φοβηθείς .....Να μη φοβηθείς να βλέπεις να φεύγουν από πάνω σου "χάρτινα" που τα είχες για "ατσάλι"..... Δεν είναι ποτέ αργά και για τίποτα.....
Εκεί που αγαπάς.....εκεί να πας. Αυτό που αγαπάς...αυτό να κάνεις. Ας είναι καινούριο. Κάποια στιγμή θα το συναντούσες!

Τώρα βέβαια κατά καιρούς, αλλού έχω δημοσιέυσει ημέρες απο ημερολόγια -σαν αυτή-  οπότε είπα να βάλω κι εδώ μία..έτσι για το καλό....για την γνωριμία βρε αδερφέ... 

Καλή βροχή. Καλό ξημέρωμα.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Ένα κομμάτι θέληση

Στην εποχή μας είναι πολύ εύκολο να πιστέψουμε στα παραμύθια...Ίσως γιατί έχουμε ανάγκη να ταξιδέψουμε χωρίς βαλίτσες πέρα απο κάθε λογική, ή γιατί το μυαλό μας μπορεί να συλλάβει το ασύλληπτο ως λογικό απο την ανάγκη μας να το ζήσει (το ασύλληπτο), ή απλά γιατί έτσι γουστάρουμε να κάνουμε (αυτή η απάντηση παίζει πολύ και ξεμπερδεύεις κιόλας).. Δεν ξέρω να σας πω με σιγουριά τι θα κάνει ο νους σας, ο δικός μου όμως θα συνεχίσει να ψάχνει μέρη κι ανθρώπους, υπαρκτούς και μη, τοποθετώντας τους, σε ιστορίες αληθινές και μη,  προκαλώντας την  ζωή μου να ανέβει λέβελ..(αργά αργά μην την ξυπνήσει..)  Όσο για σας, το καλό που σας θέλω να πατάτε στα σύννεφα καλά , γιατί στη γη χορτάσαμε βροχή......

   Με αυτά και με αυτά λοιπόν θυμήθηκα την περίπτωση του μικρού ξανθού αγοριού, που είχα την τύχη να φανταστώ την ιστορία του πριν χρόνια και την ατυχία να μην μπορώ να την εκφράσω...
Αυτό το παιδί είχε μια μανία... μετρούσε τα πάντα..Όταν λέω τα πάντα,εννοώ τα πάντα. Ήταν ψυχαναγκαστικό παιδί νομίζω...Μετρούσε τα πλακάκια στο μπάνιο, όταν έπεφτε να κοιμηθεί μετρούσε πρώτα τις γωνίες στο ταβάνι και τους κρίκους στην κουρτίνα , όταν ξεκινούσε το διάβασμα μετρούσε τις λέξεις και τις σειρές απο το κείμενο, μετρούσε ως και τα "ψίχουλα" της γόμας όταν διόρθωνε τα μολυβένια λάθη του.... (ή τουλάχιστον προσπαθούσε πολύ να τα μετρήσει). Το πρωί που βούρτσιζε τα δόντια του μετρούσε τις βουρτσιές, μετρούσε τα βήματα του ως το σχολείο και ακόμα τα δευτερόλεπτα που εκαναν τα παιδια να βγούνε έξω απο την τάξη μετά το χτύπημα του κουδουνιού...
Η μητέρα του είχε καταλάβει αυτή του την εμμονή και προσπαθούσε να τον πείσει πως δεν είχε  νόημα αυτό που κάνει. Το μικρό ξανθό αγόρι δεν άκουγε τίποτα.Συνέχισε να μετράει τα πάντα....
Μέχρι και που μεγάλωσε δεν μπορούσε να το κόψει αυτό το συνήθειο....Βέβαια δεν ενοχλούσε κανέναν και ούτε αυτή  του η μανία τον καθιστούσε ανήμπορο να κάνει κάτι...Μια μέρα -αρκετά μεγάλο το αγόρι πια- επισκέφθηκε την μητέρα του.Η μητέρα του ήταν άρρωστη.... Άρρωστη βαριά.Ο γιατρός τον ενημέρωσε πως η κατάσταση της ήταν δύσκολη και πως σύντομα θα την έχανε.Ο μεγάλος πια γιος της -αφού μέτρησε τα κουμπιά απο την ποδιά του γιατρού- πήγε κι έκατσε δίπλα στην μητέρα του χωρίς να μιλάει...Πέρασε όλο το βράδυ δίπλα της, κρατώντας της το χέρι κι αφού είχε μετρήσει τα πάντα στο δωμάτιο απο δύο και τρεις φορές μέσα στη νύχτα ,με το αχνό φως μιας εξωτερικής λάμπας που έμπαινε απο το παράθυρο,αποκοιμήθηκε..Το πρωι άνοιξε τα μάτια του και είδε την μητέρα του να του χαμογελάει όλο αγάπη...Της χαμογέλασε και σηκώθηκε να της ετοιμάσει πρωινό.Με μετρημένες τις κινήσεις του χεριού του για το στίψιμο των πορτοκαλιών, έβαλε στον δίσκο το πρωινό και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο.Εκεί βρήκε την μητέρα του όρθια να κοιτάει απο το παράθυρο και να χτενίζει τα μαλλιά της..Μέτρησε για λίγο τις κινήσεις που έκανε η μητέρα του στο χτένισμα και αφού επανήλθε γρήγορα στην πραγματικότητα την πλησίασε και την παρότρυνε να ξαπλώσει για να μην κουράζεται...Η μητέρα του, του έπιασε το χέρι όλο τρυφερότητα και κάθισαν στο κρεβάτι....με έναν αναστεναγμό σήμανε την έναρξη της κουβέντας τους..."Λοιπόν, πόσους κρίκους έχει η κουρτίνα μου?" τον ρώτησε χαριτολογώντας... "Εικοσιεννιά" απάντησε με ένα χαμόγελο ο νεαρός. "Και το φωτιστικό μου?Πόσα κρόσια?" "Εκατόν τριάντα ένα" απάντησε ξανά με χαμόγελο εκείνος. "Πόσα βιβλία έχω στο ράφι?" ρώτησε ξανά η μητέρα " "Δέκα εφτά" είπε ο γιος της. Η μητέρα του τον κοίταξε γεμάτη στοργή και τον ρώτησε πάλι "Πόσα κομμάτια θέληση κρατάω για να ζήσω?" ο νεαρός δεν απάντησε.... "Δεν ξέρεις να μετράς?" "Δεν ξέρω πόσα έχεις" της είπε...
"Αν δεν μετρούσες τα κρόσια, τους κρίκους και τις γωνίες θα ήξερες?" τον ρωτησε πάλι...."Νομίζω πως όχι" της είπε... "Αν δεν απασχολούσες το μυαλό σου να μετρήσεις τα κρόσια, τους κρίκους και τις γωνίες θα μπορούσες να φανταστείς?" "Υποθέτω πως ναι" απάντησε εκείνος. .....  Επικράτησε σιωπή στο δωμάτιο... Η μητέρα σηκώθηκε και φόρεσε την ρόμπα της....
έκανε μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο και έκατσε στην κουνιστή πολυθρόνα της.... Έπιασε στα χέρια της ένα βιβλίο.... Κοίταξε τον πολυαγαπημένο της γιο και του είπε : "Αυτό το βιβλίο έχει εκατόν είκοσι έξι σελίδες,το έχω διαβάσει δύο φορές και μου κόστισε έντεκα  ευρώ.Αυτά  είναι τα μόνα νούμερα που χρειάζεται να ξέρω γι αυτό το βιβλίο. "..Χαμογέλασε και άνοιξε το βιβλίο που κρατούσε.... "Τρίτη φορά.Αυτή η φορά που το διαβάζεις θα είναι η τρίτη φορά" είπε ο γιος... "Ναι και να σκεφτείς, του είπε η μητέρα του,δεν μέτρησα ποτέ τις φορές που το έπιασα στα χέρια μου για να το διαβάσω για τρίτη φορά και δεν το έκανα..."...
       "Ενα κομμάτι, μητέρα," είπε ο γιος και η μητέρα τον κοίταξε όλο απορία ..."Ένα κομμάτι θέληση έχεις για να ζήσεις"  "Πού το ξέρεις?" τον ρώτησε...." Τόσο αρκεί." της είπε......
   Πέρασαν την ημέρα τους πειράζοντας ο ένας τον άλλον, βλέποντας παλιές φωτογραφίες και σιγοτραγουδώντας..... Χρόνια αργότερα , ξαναχάζεψαν παρέα παλιές φωτογραφίες..... Άλλη μια φορά...αρκούσε.......!




Υ.Γ. Δεν ξέρω πόσο αλλόκοτο σας φάνηκε το ξανθό μου αγόρι αλλα εγώ τον συμπαθώ.Είχε μόνο ένα μπλοκάρισμα στο μέτρημα.... ,Μετρούσε σωστά...τα λάθος πράγματα....Σαν εμάς......
Καλό βράδυ.....

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Άννα, να ένα χθες




Στο μακρινό 2013, ζούσε μία μητέρα.Η Άννα. Η Άννα είχε μία κόρη την Ιωάννα κι έναν γιο τον Άκη.
Σύζυγο δεν είχε.Δηλαδή υπήρχε κάπου ο τύπος αλλά δεν χαμπάριαζε και πολλά από οικογενειακές υποχρεώσεις. Έτσι η Άννα την έκανε νωρίς. Πήρε τα παιδιά και πήγε να μείνει μαζί με την μητέρα της. Η μητέρα της ήταν πολύ καλή γυναίκα -χήρα- και την βοηθούσε πολύ την Άννα.Και την Ιωάννα και τον Άκη.Όταν τα παιδιά ήταν στο Δημοτικό -θυμάται η Άννα- έκαναν πως δεν άκουγαν τις ερωτήσεις των συμμαθητών και των δασκάλων τους που αφορούσαν τον πατέρα τους. Γελούσαν δυνατά για να καλύψουν την ερώτηση και συνέχιζαν το παιχνίδι.
Η Άννα το ήξερα αυτό και πάντα τα συμβούλευε να μην κρατούν θυμό και κακία μέσα τους. Όταν μπήκε το 2013 η Άννα ήταν πενήντα έξι  χρόνων. Η Ιωάννα ήταν τριάντα έξι και ο Άκης τριάντα δύο. Η μαμά της Άννας ήταν εβδομήντα οχτώ. Οι δύο γυναίκες ζούσαν μόνες τους πλέον.Ένα πρωϊ η Άννα πήγε με την μητέρα της να αγοράσουν δώρο γενεθλίων για την άλλη Άννα. Την μικρή. Την κόρη του Άκη. Η μικρή Άννα ήταν τεσσάρων.  Με σγουρά καστανά μαλλάκια και βλέμμα τσαχπίνικο. Όπως ακριβώς ήταν και η μεγάλη Άννα πριν από πενήντα δύο χρόνια. Το μεσημέρι μαζεύτηκαν όλοι μαζί στο σπίτι των δύο μαμάδων (ή δύο γιαγιάδων) για φαγητό. Η μικρή Άννα πήρε το δώρο της -ένα υπέροχο παιχνίδι- και άρχισε αμέσως να ασχολείται μόνο με αυτό. Οι μεγάλοι την χάζευαν και δεν την χόρταιναν. Ήταν γεμάτη απορίες και από το μικρό σώμα της περίσσευε ζωή. Ο Άκης ήταν γεμάτος ευχαρίστηση και αγάπη όταν κοίταζε την πριγκίπισσα του. Η μεγάλη Άννα, μετά το φαγητό κι αφού σερβιρίστηκε ο καφές και το γλυκό από την Ιωάννα, έκατσε σε μια γωνιά του κήπου με το κεφάλι γυρισμένο προς τα εκεί που έπαιζε η μικρή. Η Ιωάννα την πλησίασε,την ακούμπησε στον ώμο τρυφερά και την ρώτησε
"μήπως θέλεις να πας να ξεκουραστείς μητέρα; Ο γιατρός είπε να μην κουράζεσαι πολύ."  Η Άννα κούνησε το κεφάλι αρνητικά και απάντησε χαμογελώντας. "Θέλω να κάθομαι εδώ με την μικρή και να την βλέπω...." Η μικρή την πλησίασε και με ύφος αθώο και γεμάτο απορία της είπε.. " Μα γιαγιά, ο γιατρός είπε οτι δεν βλέπεις. Με βλέπεις";  "Σε ακούω μικρό μου και μέσα από την φωνούλα σου βλέπω το πιο όμορφο μου χθες". Η μικρή δεν κατάλαβε. "Με βλέπεις"; ξαναρώτησε κουνώντας τα χεράκια της μπροστά από τα μάτια της γιαγιάς της, θέλοντας να κατανοήσει την απάντηση που πήρε. "Όχι, δεν σε βλέπω. Μπορώ να δω μόνο αυτά που βλέπεις εσύ..........."



Υ.Γ.1  Στην Άννα. Απλά και μόνο επειδή δεν βάζω το χέρι μου στην φωτιά οτι δεν υπήρξε
Ύ.Γ.2 Σε όλους εμάς.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Συμβούλιο συναισθημάτων

  "Παρακαλούνται όλα τα συναισθήματα να συγκεντρωθούν στην αίθουσα συσκέψεων σε πέντε λεπτά." Αυτή ήταν η πρωινή ανακοίνωση που ακούστηκε σε όλο το είναι μου σήμερα. Η αντιπάθεια και η απογοήτευση έτρεξαν πρώτες στην αίθουσα,λες και βρίσκονταν σε αγώνα ταχύτητας.Ακολούθησε  η γκρίνια  σκορπώντας στον διάδρομο του είναι μου, μία ανεξήγητη θολούρα, λες και το κανε για να μην πλησιάσει κανείς άλλος στην αίθουσα συσκέψεων.Με διαφορά λίγων δευτερολέπτων εμφανίστηκε η θλίψη αγκαζέ με την ντροπή και πίσω τους ακριβώς έρχονταν ο θυμός,ο τρόμος,η σύγχυση και η κούραση.Τα περισσότερα συναισθήματα είχαν φτάσει κιόλας στην αίθουσα και μια περίεργη βαβούρα επικρατούσε.Ώσπου μπήκε μέσα η λογική.Όλοι σώπασαν.Σαν να ήθελαν να δείξουν καλή διαγωγή."Λοιπόν είμαστε όλοι εδώ;" ρώτησε δυνατά.Η πόρτα άνοιξε και με ύφος ενοχικό -λόγω της καθυστέρησης- μπήκαν μέσα η χαρά,η ευχαρίστηση,η κατανόηση,το θάρρος και η συνεργασία. Η λογική έριξε μια αυστηρή ματιά στην αργοπορημένη ομάδα συναισθημάτων και με μια κίνηση των χεριών πρόσταξε όλα τα συναισθήματα να καθίσουν.
Εκείνα υπάκουσαν.Κάθισαν και περίμεναν να ακούσουν για πιο λόγο βρίσκονταν εκεί. "Λοιπόν",είπε η λογική,"σας φώναξα όλους εδώ για να δούμε πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μία επείγουσα κατάσταση.Να σας πω μόνο πως δεν θα συμμετάσχετε όλοι σε αυτό,παρά μόνο οι πιο δυνατοί.Αυτοί δηλαδή που θα με πείσετε με επιχειρήματα ο,τι θα είστε αποτελεσματικοί.Υπάρχει μία κατάσταση που επηρεάζει το άτομο του οποίου τις αποφάσεις εξυπηρετούμε.Εξωτερικοί παράγοντες το καθιστούν αδύναμο να σκεφτεί και να πράξει,με αποτέλεσμα να παραμένει σε μία αδράνεια. Αν αυτό συνεχιστεί,σύντομα θα βρεθούμε σε μια αναρχία που θα καταστρέψει αρκετούς απο μας και κατ'επέκταση το άτομο." "Άσε με να αναλάβω εγώ"είπε ο θυμός."Με την δική μου δράση ,θα κάνουν πίσω οι εξωτερικοί  παράγοντες.Ίσως βέβαια να γίνουν μερικές ζημιές στον χώρο,αλλά ποιος νοιάζεται..σημασία έχει που θα ξαποστείλω τον εχθρό". Η απάντηση δεν φάνηκε να καλύπτει και πολύ την λογική,η οποία έδωσε στην συνέχεια τον λόγο στην κούραση. "Εγώ θεωρώ ο,τι μπορώ σε συνεργασία με την θλίψη και την απογοήτευση,να σώσουμε την κατάσταση.Οι εξωτερικοί παράγοντες δεν ξέρω αν θα φύγουν ,αλλά θα τους αγνοήσουμε τόσο πολύ που θα φανούν σχεδόν ανύπαρκτοι." Η γκρίνια κάτι μουρμούριζε αλλά δεν της έδωσε και κανείς σημασία....Η αντιπάθεια απαξίωνε φανερά την όλη συζήτηση λέγοντας πως είναι ανούσιο να σπαταλάνε τόσο χρόνο για τέτοια πράγματα.Η ντροπή είπε πως αν την άφηναν να αναλάβει,θα έπαιρνε το άτομο τόσο μακρυά απο τους εξωτερικούς  παράγοντες που δεν θα τους έβλεπε καν..Τότε το θάρρος πήρε τον λόγο.."εμείς θα πάμε"είπε με σιγουριά.."Εγώ θα κοιτάξω αυτούς τους παράγοντες κατάματα και θα ξεκινήσουμε ΄΄ενα διάλογο.Η κατανόηση θα τους δώσει να καταλάβουν πως δεν θέλουμε να τους έχουμε εχθρούς.Η χαρά θα τους τονίσει την διαφορετικότητα τους απο μας και η συνεργασία θα τους πείσει πως ή θα συμμορφωθούν ή θα τους χλευάζουμε για μια ζωή,γιατί αν αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες,που καθιστούν αδύναμο το άτομο να σκεφτεί και να πράξει,τους χλευάσεις χάνουν όλη τους την δύναμη." Κι εγώ,τι θα κάνω;"ρώτησε η ευχαρίστηση. "Εσύ μετά την συνάντησή  με τους εξωτερικούς παράγοντες,θα πας να πεις στο άτομο,πως όλα πια θα είναι εντάξει.Μην του πεις πως έφυγε ο εχθρός,πες του πως δεν υπήρξε." είπε η λογική,κάνοντας νόημα στο θάρρος να πάρει την ομάδα του και να αναλάβουν την....δουλειά.



Υ.Γ.Μέσα μας, κάποιοι μας αγαπούν.Ας μην τους χάσουμε. ;-)












Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Σε μια γειτονιά του υποσυνείδητου.

Μετά απο απουσία τριών μηνών αισθάνομαι να επανέρχομαι.....


Κάποτε, ζούσε στο υποσυνείδητο ενός ανθρώπου ένας μικρός Φόβος. Κανείς δεν ήξερε πώς βρέθηκε εκεί, φήμες όμως ήθελαν να είχε έρθει μέσω συναισθημάτων μετά από τον μεγάλο διωγμό των αρνητικών επιρροών  του ατόμου,υπό την καθοδήγηση της λογικής. Στην γειτονιά του υποσυνείδητου αυτού, κατοικούσαν κι άλλες χαιρέκακες και μη, λεξούλες, όλες πολύ ήσυχες....Ο μικρός αυτός  Φόβος δεν είχε και πολύ καλές σχέσεις με τα υπόλοιπα "πλάσματα του υποσυνείδητου", ακριβώς επειδή ήταν μικρός και όλοι τον κορόιδευαν. "Για να σε αποδεχτούμε,θα πρέπει να γίνεις μεγάλο και τρανό" του έλεγε συνέχεια ο Θυμός ο οποίος ήταν τόσο φουσκωτός και δυνατός που όλοι τον έτρεμαν... Σε αυτήν την γειτονιά ζούσαν ακόμα η Μνήμη, η Απέχθεια, αρκετές Φοβίες , η Τόλμη, το Θάρρος, η Υπομονή και άλλα πολλά πλάσματα. Ο μικρός Φόβος είχε αρχίσει να νιώθει άβολα που κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά και αποφάσισε να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να τον αποδεχτούν τα υπόλοιπα πλάσματα του υποσυνείδητου.Ένα πρωί-κι αφού όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι- πήγε να βρει τον Θυμό. "Δεν μπορεί.-σκέφτηκε- αυτός είναι μεγάλος και τρανός.Θα ξέρει σίγουρα τι πρέπει να κάνω".
Πράγματι,ο Θυμός μόλις τον είδε κατάλαβε αμέσως τον λόγο της επίσκεψης.Κοίταξε τον μικρό Φόβο άγρια και με ένα βλέμμα τον διέταξε να καθίσει. Σαν αρχηγός. Ο μικρός  Φόβος έκατσε και χωρίς να βγάλει λέξη περίμενε να πάρει τις απαντήσεις του.Ο Θυμός αφού έκανε μερικές βόλτες στο δωμάτιο με ύφος σκεφτικό και άγριο γύρισε προς τον μικρό Φόβο. "Άκου μικρέ, δεν ξέρω ποιος σε έστειλε εδώ πάνω και ποια κατάσταση σε γέννησε αλλά εδώ η ζωή δεν είναι εύκολη.Αν δεν μεγαλώσεις γρήγορα, στην καλύτερη περίπτωση θα ατροφήσεις και στην χειρότερη θα πεθάνεις". "Τι πρέπει να κάνω"; ρώτησε ο μικρός Φόβος "Το σημαντικότερο είναι να πηγαίνεις τακτικά να παρακολουθείς τη γειτονιά του συνειδητού. Εκεί ζούνε,σχέδια,επιθυμίες και καταστάσεις τις οποίες ορίζει το άτομο στου οποίου τις γειτονιές κατοικούμε όλοι. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πηγαίνεις και να στέκεσαι μπροστά απο κάθε επιθυμία ή σχέδιο του ατόμου,αλλά να είσαι τόσο διακριτικός ώστε ναι μεν να μην αφήνεις την κατάσταση να κάνει βήμα,αλλά ούτε και το άτομο να σε παίρνει χαμπάρι.Κατάλαβες"; "Νομίζω πως κατάλαβα."είπε ο μικρός Φόβος."Αλλά έχω δύο απορίες... Δεν θα ήταν πιο εύκολο να πηγαίναμε όλοι μαζί ας πούμε"; "Όχι μικρέ.Δεν είμαστε φίλοι ούτε έχουμε κοινό σκοπό.Κι έπειτα, μείνε μακρυά απο την Τόλμη και το Θάρρος.Αυτοί μπορούν να σε καταστρέψουν .Τι άλλη απορία έχεις"; "Αν με πάρει χαμπάρι το άτομο, στου οποίου τις γειτονιές κατοικούμε, τι θα συμβεί"; ρώτησε διστακτικά ο μικρός Φόβος. "Εξαρτάται, αν ωστόσο έχουν ατροφήσει το Θάρρος,η Τόλμη ή η Θέληση θα κάνει πως δεν σε  είδε και θα μεγαλώσεις κι άλλο.Θα αποκτήσεις δύναμη.Αν πάλι αυτοί που σου είπα σε κοντράρουν ,θα κάνουν θόρυβο, το άτομο θα καταλάβει οτι κάτι σοβαρό συμβαίνει και θα σε διώξει." "Άρα είμαστε μεταξύ μας όλοι εχθροί"; ξαναρώτησε ο μικρός Φόβος. "Όχι όλοι.Αλλά εσύ αυτούς που σου προανέφερα καλά θα κάνεις να μην του
ς εμπιστεύεσαι...."  Ο μικρός Φόβος έδειξε να κατάλαβε...και ξεκίνησε για την γειτονιά του συνειδητού. Εκεί βρέθηκε μπροστά σε σχέδια και επιθυμίες.Στάθηκε δίπλα τους και προσπάθησε να μείνει όσο πιο διακριτικός γινόταν. "Έϊ μικρέ", ακούστηκε μια φωνή.Γύρισε το κεφάλι του και το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Τόλμη την Θέληση και το Θάρρος. "Τι θέλετε εσείς εδώ;Αφήστε με ήσυχο.Θέλω να μεγαλώσω και να γίνω δυνατός.Κι έπειτα εγώ δεν σας εμπιστεύομαι.Μου τα είπε όλα ο Θυμός". "Αυτό που δε σου είπε ο Θυμός είναι πως το πιο σημαντικό είναι ο χρόνος.Ποιος δηλαδή θα ρθει πρώτος.Και εμείς ήρθαμε πριν απο σένα".Δεν φεύγω" είπε ο μικρός Φόβος. "Θέλω να γίνω μεγάλος κ τρανός και δεν θα με εμποδίσετε". Η Τόλμη μπήκε μπροστά απο το Θάρρος και την Θέληση και με μια κίνηση του κεφαλιού, τους έκανε νόημα να κάνουν όσο πιο πολύ θόρυβο μπορούσαν.Το άτομο στου οποίου τις γειτονίες κατοικούσαν όλα αυτά τα περίεργα πλάσματα κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει. Τότε είδε τον μικρό Φόβο και τον έδιωξε για πάντα.Η Τόλμη αγκάλιασε το Θάρρος και την Θέληση και ξεκίνησαν ξανά για το υποσυνείδητο. "Πού λες να βρίσκεται ο μικρός φόβος τώρα"; ρώτησε το Θάρρος.. "Κάπου μακρυά. Ό,τι ακριβώς αρμόζει σε κάποιον που καταφεύγει στον Θυμό για  να βρει λύση...." είπε σοφά η Υπομονή που παρακολουθούσε το συμβάν σιωπηλά......



Υ.Γ.Πόσο ανόητο να εμπιστεύεσαι τον Θυμό.......ενώ η Υπομονή και η Τόλμη ας πούμε...κυρίες με τα όλα τους...Φόβε...στα τσακίδια....Ουστ.....

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Οικογένεια επιθυμιών

Κάποτε σε μια άλλη διάσταση, μαγική, ζούσε μία οικογένεια επιθυμιών.Οι γονείς μόλις είχαν βγει στην σύνταξη και είχε έρθει η ώρα να προετοιμάσουν τα τέσσερα παιδιά τους για τον κόσμο των ανθρώπων και το τι  έπρεπε να κάνουν αυτά απο δω και πέρα. Ο πατέρας πήρε τον λόγο. "Παιδιά μου,η μητέρα σας κι εγώ δουλέψαμε πολύ για πολλά χρόνια και τώρα ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε. Τώρα, ήρθε η ώρα να αποφασίσετε τι επιθυμίες θέλετε να γίνετε. Αυτό που θα επιλέξετε τώρα,αυτό θα είστε σε όλη σας την ζωή χωρίς την δυνατότητα να το αλλάξετε.Λοιπόν, σας ακούω.."
"Εγώ θέλω να γίνω επιθυμία υλικών αγαθών" είπε το πρώτο παιδί."Ξέρω πως αν γίνω αυτό θα έχω πάντα δουλειά,οι άνθρωποι θα με έχουν συνεχώς κοντά τους και θα με τρέφουν κι έτσι θα ζήσω πολύ καλά και πλούσια." "Εγώ θέλω να γίνω επιθυμία παιχνιδιών."είπε το δεύτερο παιδί."Θα δουλεύω συνεχώς με παιδιά,άλλοτε και διπλοβάρδιες αλλά πάντα θα έχω δουλειά και ποτέ δε θα βρεθώ στον δρόμο." "Εγώ θέλω να γίνω επιθυμία ομορφιάς." είπε το τρίτο παιδί."Όλοι οι άνθρωποι θα θέλουν να δουλέψουν μαζί μου κι έτσι κι εγώ θα έχω ένα μέλλον εξασφαλισμένο." Το τέταρτο παιδί που παρακολουθούσε με απόλυτη προσοχή τα μεγαλύτερα αδέρφια του είπε "εγώ θέλω να γίνω επιθυμία για ζωή." Οι υπόλοιποι το κοίταξαν απορημένοι σαν να μην είχαν καταλάβει τι είχε πει. "Τρελάθηκες;" φώναξε η μητέρα του.Οι άνθρωποι δεν θα σε πάρουν στα σοβαρά σε ολόκληρη την ζωή τους.Τι θα κάνεις θα δουλεύεις μόνο με αρρώστους;Θα πεθάνεις της πείνας." "Εγώ αυτό θέλω" επέμενε το τέταρτο παιδί. Λίγες μέρες αργότερα οι μικρές επιθυμίες τράβηξαν τον δρόμο για τον κόσμο των ανθρώπων.Μόλις έφτασαν κι αφού έπρεπε να χωριστούν για να δουλέψουν αποχαιρετίστηκαν.
Κάτι χρόνια αργότερα συναντήθηκαν πάλι όλα τα αδέρφια μαζί στο πατρικό τους.Στην άλλη διάσταση,την μαγική. "Λοιπόν παιδιά μου;Πώς σας φαίνεται η δουλειά με τους ανθρώπους;Πώς τα πάτε; ρώτησε ο πατέρας. "Εγώ είμαι περίφημα πατέρα,"είπε η επιθυμία των υλικών αγαθών. "Δουλεύω συνέχεια,όπως το είχα φανταστεί.Οι άνθρωποι με ψάχνουν συνεχώς,δεν τους προλαβαίνω.." "Κι εγώ τα πάω τέλεια" είπε η επιθυμία των παιχνιδιών."Τα παιδιά δεν κάνουν χωρίς εμένα.Έκανα πολύ καλή επιλογή." "Μα,κι εγώ σπουδαία τα πάω" είπε η επιθυμία της ομορφιάς. Έχω άπειρους ανθρώπους που δουλεύω μαζί τους.Αισθάνομαι την απόλυτη ικανοποίηση."Οι τρεις επιθυμίες ένιωθαν πολύ περήφανες για τον εαυτό τους και περίμεναν να ακούσουν το μικρότερο αδέρφι τους,να τους πει κι εκείνο τι απόκαμε. (μεταξύ μας χλεύαζαν την επιλογή του) "Εσύ; πώς τα πας;"ρώτησε ο πατέρας το μικρότερο παιδί που έδειχνε σκεφτικό. "Κι εγώ καλά τα πάω." είπε η επιθυμία της ζωής. "Δουλεύω αρκετά, δουλεύω με όλες τις ηλικίες των ανθρώπων, και νιώθω πάρα πολύ καλά με την δουλειά μου. Στεναχωριέμαι μόνο κάθε φορά που ακούω απο τους ανθρώπους που δουλεύω μαζί τους, πόσο ανόητα και άχρηστα τους φαίνονται τα αδέρφια μου όταν γνωρίζουν εμένα.Κι ας τους έχουν επιλέξει περισσότερες φορές απο μένα."................

Στην Δ.

Υ.Γ.  Ζητείται επιθυμία ζωής. Το ξέρω πως υπάρχει.Μόνο σοβαρές προτάσεις. Και παραγράφους δέχομαι.

Καλημέρα!

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ο παράξενος ξένος

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακρυά υπήρχε ένα απομονωμένο χωριό με λιγοστούς κατοίκους. 
Εκεί ζούσε με την οικογένεια του κι ένα νεαρό αγόρι. Τα γράμματα δεν του πολυέκαναν κέφι,περισσότερο γιατί ήταν αναγκασμένος να ξυπνάει πρωί για το σχολείο παρά για άλλο λόγο.
 Όποτε είχε όρεξη έπιανε οτι βιβλίο έβρισκε και το διάβαζε.Τα καλοκαίρια και τις γιορτές έβρισκε δικαιολογίες για να μη βοηθάει τον πατέρα του στα χωράφια. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του σκαλίζοντας με ένα μικρό σουγιά διάφορα κομμάτια από ξύλο..Γνώριζε την αδυναμία που του είχε η μητέρα του και πάντα την εκμεταλλευόταν για να φάει το αγαπημένο του φαγητό ή μια λιχουδιά παραπάνω για απογευματινό.Δεν ήταν κακό παιδί.Ένα απόγευμα ενώ καθόταν στην αυλή σε ένα σκαμνί και σκάλιζε με το σουγιά του το ξύλο που είχε βρει λίγο νωρίτερα στην αποθήκη, πήρε με την άκρη του ματιού του κάποιον να περνάει μπροστά απο την πόρτα της αυλής. Δεν έδωσε σημασία.Η παρουσία γινόταν όλο και πιο έντονη ώσπου αναγκάστηκε να σηκώσει το βλέμμα του. Τότε είδε έναν κύριο καλοντυμένο με ένα πεντακάθαρο πρόσωπο και ένα χαμόγελο μεγάλο.Ο κύριος κοιτούσε τον
 πιτσιρίκο επίμονα χωρίς να του μιλάει.Ο μικρός άφησε ότι κρατούσε,σηκώθηκε και πλησίασε στο μέρος που στεκόταν ο κύριος. "Μπορώ να σας βοηθήσω;" ρώτησε ο μικρός. "Ψάχνεται κάποιον;"
Ο μυστήριος αυτός κύριος απλά χαμογέλασε στον μικρό ,έκανε μεταβολή κι έφυγε.Το αγόρι έμεινε εκεί απορημένο και κοιτούσε τον κύριο να φεύγει ώσπου τον έχασε απο το οπτικό του πεδίο.Γύρισε στην θέση του και συνέχισε να σκαλίζει με τον σουγιά του το ξύλο.Λίγο αργότερα τον φώναξε η μητέρα του για φαγητό. Για πολύ καιρό κάθε απόγευμα την ώρα που άρχιζε ο μικρός να σκαλίζει το ξύλο του περνούσε αυτός ο παράξενος κύριος.Ο μικρός τον έπαιρνε χαμπάρι,άφηνε ότι κρατούσε και πήγαινε προς την πόρτα της αυλής , στέκονταν ανέκφραστος και κοιτούσε τον ξένο μέχρι που 
πια δεν τον έφτανε η ματιά του..Κάθε φορά το ίδιο. Λίγα χρόνια αργότερα το μικρό αγόρι είχε μεγαλώσει τόσο ώστε να μην πηγαίνει πια σχολείο.Στο δωμάτιο του υπήρχαν μερικά ξύλινα στολίδια σκαλιστά στο χέρι.Όμορφα ήταν.Ένα τρένο, μία κορνίζα, ένα τασάκι, ένα μικρό αεροπλάνο κι ένας χωρικός όλα βερνικομένα, ήταν μερικά απο τα ξύλινα στολίδια που διακοσμούσαν το δωμάτιο.
Ένα μεσημέρι ο πατέρας ανακοίνωσε στα παιδιά του πως κουράστηκε στα χωράφια τόσα χρόνια και πως έπρεπε οι γιοι του να τα αναλάβουν για λίγο καιρό. Ο νεαρός-πια- σηκωνόταν κάθε πρωί και πήγαινε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του να δουλέψουν στη θέση του πατέρα τους. Γυρνούσαν αργά το απόγευμα,έτρωγαν και έφτιαχναν καμιά παρέα άλλοτε με κανένα κρασί και μεζέ και άλλοτε με απογευματινό καφέ και τάβλι. Ένα βράδυ κι ενώ έξω είχε πιάσει παγωνιά,ο νεαρός χάζευε έξω απο το παράθυρο του σαλονιού και σκεφτόταν το κορίτσι που του άρεσε.Την είχε συναντήσει στην πλατεία του χωριού πολλές φορές αλλά δεν έβρισκε λόγια να της πει.Κάθε φορά που την έβλεπε η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή κι έτσι τα έχανε.Και μαζί με τα λόγια του έχανε και την ευκαιρία να της μιλήσει. Όπως χάζευε απο το παράθυρο διέκρινε μια φιγούρα γνώριμη.Ήταν εκείνος ο κύριος που έβλεπε όταν ήταν μικρός.Παραξενεύτηκε και έμεινε με το βλέμμα κολλημένο στον παράξενο ξένο που απομακρυνόταν σιγά σιγά απο το οπτικό του πεδίο.Σκέφτηκε πως κάτι περίεργο συμβαίνει μιας και όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε αναφέρει ποτέ κανείς αυτόν τον ξένο. Ο νεαρός κάθε μέρα για πολύ καιρό την ίδια ώρα έβλεπε τον ξένο να περνά και τον κοιτούσε.Καμιά φορά ο παράξενος κύριος γυρνούσε προς το μέρος του νεαρού χαμογελούσε και έπειτα συνέχιζε την πορεία του. Ο καιρός πέρασε κι ο νεαρός έγινε άντρας πια.Δεν κατάφερε να βρει λόγια να πλησιάσει το κορίτσι που του άρεσε-εκείνη ήταν πια γυναίκα,σύζυγος και μητέρα. Αλλουνού.Όχι δική του, όχι των παιδιών του. Ένα πρωί ξύπνησε αποφασισμένος να περιμένει τον ξένο να φανεί για να λύσει επιτέλους
το μυστήριο.Θα μάθαινε ποιος ήταν,γιατί του χαμογελούσε σαν να τον ξέρει κ γιατί ποτέ κανείς δεν τον είχε αναφέρει.Ο ξένος εμφανίστηκε.Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω απο το σπίτι. "Στάσου" του φώναξε" ο παράξενος κύριος γύρισε προς το μέρος του άντρα χαμογελώντας. Ποιος είσαι" τον ρώτησε . Ο παράξενος ξένος δεν μίλησε....Γύρισε το βλέμμα του και συνέχισε να προχωράει. Ο άντρας τον ακολούθησε.Ο ξένος προχωρούσε ακούραστος ώσπου ο άντρας σταμάτησε. "Μα ποιος στο διάβολο είναι;" μονολόγησε λαχανιασμένος.Ο καιρός περνούσε κι ο άντρας δεν μπόρεσε να λύσει τις απορίες του ποτέ.Ενα απόγευμα, μεγάλος πια καθόταν στην αυλή και κοιτούσε προς την πόρτα.Είδε τον παράξενο κύριο να έρχεται, οχι για να περάσει απ'έξω και να συνεχίσει την πορεία του,μα αυτή την φορά ερχόταν προς το μέρος του. Άνοιξε τον σύρτη της μικρής καγκελόπορτας,Μπήκε μέσα και διέσχισε την αυλή ώσπου έφτασε πια πρόσωπο με πρόσωπο με το μικρό αγόρι,που έγινε νεαρός κι αργότερα άντρας και τώρα πιο μεγάλος ακόμα,με ζαρωμένα μάγουλα. Χαμογέλασε στον ζαρωμένο άντρα και του είπε"Γέρασες". "Εσύ καθόλου.Ποιος στο διάβολο είσαι;" είπε ο άντρας.Ο παράξενος ξένος απάντησε.."Περνάω μπροστά από όλους τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.Δεν με βλέπουν όλοι παρά μόνο όσοι επιλέγουν να με δουν.Όπως εσύ. Από πολύ νωρίς ασχολιόσουν μόνο με το να με βλέπεις να περνάω κι αυτό σε στοίχειωσε.
Το ξέρεις οτι αν δεν σε στοίχειωνε η παρουσία μου θα ήσουν αλλιώς τώρα;Δεν ξέρω πώς,μα αλλιώς.Κι ακόμα όσες φορές με ακολούθησες να δεις που πάω,εγώ συνέχιζα ενώ εσύ κουραζόσουν. Όπως έχεις κουραστεί και τώρα.Είμαι ο Χρόνος.Ήρθα να σου πω πως δεν θα ξαναπεράσω για σένα.Δεν θα με ξαναδείς...."


Στον Α.

Υ.Γ. "Γέρε άνθρωπε φύγε τώρα πάει η δική σου η σειρά...." 
"Ποιος εγώ....αποκλείεται."
"Ναι,καλά..."

Καληνύχτα.


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Το άσχημο κοχύλι

Μια μέρα πριν αρκετές, σε μια όμορφη παραλία απολάμβανε το μπάνιο της μια οικογένεια παρέα με φίλους.Το κοριτσάκι της οικογένειας (ναι είχανε μια κόρη,μπουμπούκι!), αφού έπαιξε με τα άλλα παιδιά (που υπήρχαν εκεί) μέσα στο νερό και αφού αργότερα βγήκε κι άφαγε το σάντουιτς που της είχε φτιάξει η μητέρα απο το σπίτι, είπε "μαμά μπορώ να πάω να μαζέψω κοχύλια;"Η μητέρα της της το επέτρεψε τονίζοντας της μόνο πως δεν πρέπει να απομακρυνθεί πολύ.Η μικρή απολάμβανε την άμμο,τον ήλιο που έπεφτε σιγά σιγά,τον ήχο απο τα κύματα όταν είδε το πρώτο της κοχύλι. Το πήρε και το έκλεισε στην χούφτα της ενθουσιασμένη. Μετά είδε κι άλλο κι αργότερα κι άλλο.Σιγά σιγά είχε γεμίσει την χούφτα της μικρά όμορφα κοχύλια.Τα πήγε στην μαμά της χαρούμενη να της τα δείξει. "Κοίτα μαμά πόσα όμορφα κοχύλια μάζεψα.Να τα πάρω σπίτι;" "Να τα πάρεις." της απάντησε η μαμά της,δίνοντας της το σακουλάκι απο το σάντουιτς για να βάλει μέσα.Ανάμεσα στα κοχύλια υπήρχε κι ένα θαμπό χωρίς σχέδια και ανάγλυφες γραμμές όπως τα άλλα.Η μικρή το είδε και είπε "αυτό θα το μάζεψα καταλάθος. Δεν μ'αρέσει,θα το πετάξουμε πάλι.""Γιατί δεν σ'αρέσει;" την ρώτησε η μαμά της."Δεν το βλέπεις;Δεν είναι σαν τα άλλα.Είναι άσχημο." Η μητέρα χαμογέλασε.."κι αν αυτό δεν θέλει να αποχωριστεί τους φίλους του;Θα το χωρίσεις εσύ επειδή είναι άσχημο;" "Έλα μαμά", είπε η μικρή.."τα κοχύλια δεν έχουν φίλους" "Και εσύ πώς το ξέρεις;" ρώτησε η μητέρα. "Αφού δεν έχουν ψυχή."Η μαμά,κάνοντας πως πετάει το κοχύλι,το έβαλε στην τσάντα της και χαμογελώντας έκλεισε την κουβέντα....Μόλις γύρισαν στο σπίτι, η μικρή έβγαλε το σακουλάκι με τα κοχύλια της και το άδειασε στον νιπτήρα για να τα περιποιηθεί.Τα ξέπλυνε απο την άμμο και τα έβαλε σε ένα πλαστικό δισκάκι να στεγνώσουν. Όταν πήγε για ύπνο,η μαμά της έβγαλε το άσχημο κοχύλι απο την τσάντα της.Το ξέπλυνε και το σκούπισε καλά. Πήρε πρόχειρα 2-3 βερνίκια νυχιών και έκανε πάνω στο κοχύλι διάφορα μικροσκοπικά πανέμορφα σχέδια.Το πέρασε με διαφανές βερνίκι και το άφησε να στεγνώσει.Τώρα το κοχύλι ήταν το πιο όμορφο και το πιο γυαλιστερό απο όλα.Το έβαλε στο πλαστικό δισκάκι με τα υπόλοιπα και πήγε για ύπνο.Την άλλη μέρα η μικρή πήγε κατευθείαν μόλις ξύπνησε να δει τα κοχύλια της. Μόλις είδε το κοχύλι που έβαψε η μαμά της ενθουσιάστηκε. Το πήρε και το πήγε να της το δείξει."Κοίτα μαμά πως έγινε αυτό.." "Α, το άσχημο κοχύλι.." είπε η μητέρα χαμογελώντας και το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση χαράς και ενθουσιασμού.Η μικρή το κοίταξε απορημένη καλά.Δεν της θύμιζε σε τίποτα εκείνο το κοχύλι που δεν της άρεσε καθόλου. "Και πώς έγινε αυτό μαμά;Εσύ το έκανες;" "Ναι μικρή μου,εγώ το έκανα." "Μα πώς;" ρώτησε η μικρή. "Δίνοντας του λίγο απο την ψυχή μου....."είπε η μητέρα χαμογελώντας και άρχισε να ετοιμάζει πρωινό...Η μικρή δεν κατάλαβε τι εννοούσε η μαμά της.Μια μέρα όμως θα καταλάβαινε...


Υ.Γ. "Λίγο χρώμα και λίγο ψυχή παρακαλώ"
"Είναι λίγο παραπάνω να το αφήσω;"
"Άστο.Θα κεράσω."

Καληνύχτα.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Το τίμημα των δακρύων

Μια φορά κι έναν καιρό λίγο έξω απο  ένα γραφικό χωριό- ζούσε μια νεαρή κοπέλα με χρυσαφένια μαλλιά. Η ομορφιά της ήτανε περίσσια και ο θαυμασμός που προκαλούσε σε όποιον την έβλεπε, μεγάλος.. Κανένας απο το χωριό δεν ήξερε απο που είχε έρθει αυτή η κοπέλα μα όλοι χαίρονταν να την βλέπουν,να της μιλούν και να χαζεύουν τα ωραία χρυσαφένια της μαλλιά.Εκτός απο μερικές γυναίκες που την ζήλευαν (ξέρεις αυτές οι κακάσχημες κυράτσες του χωριού). Αυτές που δεν την έφταναν ούτε στο μικρό της δακτυλάκι.Κάποιο μαγικό μυστικό κουβαλούσε όμως αυτή η κοπέλα. Οι πολλοί έλεγαν πως το ένιωθαν αυτό στην αύρα της, όταν την πλησίαζαν. Κάποια μέρα ένας νεαρός πέρασε απο το σπίτι της να πάει παρακάτω στην λίμνη,να καθίσει και να χαζέψει τα ήρεμα νερά της.
Η κοπέλα τον άκουσε,καθώς ο νεαρός άφησε τρεις μεγάλους αναστεναγμούς ,τους οποίους ο άνεμος πήγε στα αυτιά της. Έφτασε το παλικάρι στην λίμνη,έκατσε σε μια πέτρα κι άρχισε να χαζεύει τα ονειρεμένα της νερά.Πριν το καταλάβει έκλαιγε κιόλας με λυγμούς. Ένα χέρι τον ακούμπησε στον ώμο και όταν γύρισε δεν πίστευε στα μάτια του. Τον κοίταζε με τα πανέμορφα μάτια της γεμάτα κατανόηση και γαλήνη, καθώς η ομορφιά της τον έκανε να χάνει τα λόγια του. "Τι σου συμβαίνει;" τον ρώτησε. Εκείνος -νιώθοντας και λίγο ντροπή (ξέρεις τώρα,οι άντρες δεν κλαίνε και τέτοια) απάντησε "ο πατέρας μου δεν με θέλει να δουλεύω μαζί του γιατί λέει πως είμαι άχρηστος και δεν του κάμω για βοηθός". "Αυτό σε πονά πολύ;" τον ρώτησε πάλι με πολύ γλυκιά φωνή..."Αυτό με κάνει να θέλω συνέχεια να κλαίω"της είπε.."Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα μείνει μυστικό που θα πάρεις στον τάφο σου.Θα σε κάνω να μην υποφέρεις.Με ένα μόνο τίμημα. Αρκεί να μου δώσεις τα δάκρυα που κλαις τώρα". "Αυτό μόνο;Να στα δώσω.Δε με νοιάζει το τίμημα,φτάνει να μην πονώ στα μέσα μου".Ο νεαρός χωρικός σκούπισε με τις παλάμες του τα δάκρυα απο το πρόσωπό του και στην συνέχεια χάιδεψε τα μαλλιά της,όπως εκείνη του πρόσταξε..Αυτά αμέσως έλαμψαν και ο ίδιος με έναν μαγικό τρόπο ένιωσε ανακουφισμένος και χωρίς τίποτα να του βαραίνει την καρδιά. "Και ποιο είναι το τίμημα;" ρώτησε την κοπέλα με τουπέ αφού δεν ένιωθε πια σαν ανυπεράσπιστο κουταβάκι και είχε ήδη πάρει τα πάνω του.."Πήρα τα δάκρυα σου του είπε.Όλα.Και τα τωρινά και τα μελλούμενα"."Χαλάλι σου" της είπε και ξεκίνησε για το χωριό χαρούμενος πια και χωρίς καημό.Λίγες μέρες αργότερα άλλον αναστεναγμό έφερε ο άνεμος στα αυτιά της κοπέλας. Βγήκε απο το σπίτι της και προχώρησε μερικά βήματα.Είδε μία νεαρή γυναίκα να κάθεται κάτω απο ένα δέντρο και να σπαράζει στο κλάμα...Την πλησίασε και με την ήρεμη φωνή της ρώτησε την γυναίκα τι συμβαίνει."Ο΄αγαπημένος μου πατέρας αρρώστησε βαριά.Ο γιατρός είπε πως θα τον χάσουμε. Και εγώ είμαι έγκυος στο πρώτο του εγγόνι. Ήρθα εδώ για να μη με δουν να κλαίω αλλά δεν ξέρω πώς θα το αντέξω όλο αυτό."
"Εγώ θα σε βοηθήσω" και είπε και στην γυναίκα όσα είχε πει και στον νεαρό χωρικό. Η γυναίκα τα άκουγε όλα αυτά και δεν πίστευε οτι της συνέβαινε κάτι τέτοιο. "Και ποιο είναι το τίμημα;"ρώτησε.
."Θα πάρω τα δάκρυα σου της είπε.Όλα.Και τα τωρινά και τα μελλούμενα".Η γυναίκα τότε ρώτησε "και της χαράς τα δάκρυα;"  "Όλα" είπε η κοπέλα. Η γυναίκα σηκώθηκε κι έκανε να φύγει." Αν φύγεις τώρα δεν θα έχεις ξανά την ευκαιρία να σε βοηθήσω.Και θα ζεις τον κάθε σου καημό.Θα περάσεις την οδύνη του χαμού και θα βιώνεις για πολύ καιρό τον πόνο και την θλίψη της απώλειας".της είπε η κοπέλα. Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος της και της είπε.."αν σου δώσω τώρα τα δάκρυα μου τι θα μου μείνει? Αν πάρεις την θλίψη μου πώς θα θυμάμαι τον πατέρα μου και πώς θα φυλάξω όλα όσα με δίδαξε.Αν πάρεις όλα τα μελλούμενα δάκρυα μου, τι χαρά θα νιώσω όταν γεννήσω το παιδί μου; "
Έφυγε απο κει για να γυρίσει στο σπίτι των γονιών της κι ας έκλαιγε....Δεν την ένοιαζε πια το πώς θα το αντέξει. Ήξερε πως θα το κάνει...



Υ.Γ.Οτι αισθάνομαι είναι δικό ΜΟΥ. Γκέγκε κοριτσάκι με την μαλλούρα?Δε θα έδινα έτσι εύκολα τις λύπες μου,ούτε τις χαρές μου.Με έκαναν αυτό που είμαι...Ευτυχώς είσαι σε παραμύθι.
Καλημέρα σας!











Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Το ταξίδι του δεδομένου

Είμαι απο εκείνα τα παιδιά που λατρεύουν τα παραμυθάκια.Αυτά που κάνουν τα μικρά παιδιά να κοιμηθούν, αλλά περισσότερο αυτά που κάνουν τα μεγάλα παιδιά να ξυπνήσουν...

Μια φορά κι έναν καιρό (βασικά, μια φορά ξεκίνησε-πολλούς καιρούς κρατάει), ήταν ένα δεδομένο που ζούσε στην αυλή ενός σπιτιού μιας μεγάλης οικογένειας. Όχι οτι ασχολιόταν και κανείς σοβαρά μαζί του, αλλά τουλάχιστον το ταϊζανε και το ποτίζανε κάθε μέρα. Κι όταν αυτό πεινούσε κι άλλο, το ταϊζαν κι άλλο. Του έδιναν όσο φαγητό ζητούσε και κάτι παραπάνω.Με μοναδικό αντάλλαγμα, να υπάρχει. Για έναν περίεργο λόγο, οι άνθρωποι του σπιτιού ένιωθαν ικανοποιημένοι. Ένα πρωί το μικρότερο παιδί της οικογένειας αρρώστησε βαριά και λίγες μέρες μετά πέθανε. Η οικογένεια σταμάτησε να δίνει τροφή και σημασία στο δεδομένο. Εκείνο άρχισε να πεινάει πολύ και όσο περνούσε ο καιρός  να αδυνατίζει.Η οικογένεια δεν έδειχνε πια κανένα ενδιαφέρον για το ταλαιπωρημένο πλέον δεδομένο. Τότε εκείνο και με έντονο το ένστικτο της επιβίωσης σκέφτηκε "αν μείνω κι άλλο εδώ, θα πεθάνω.Πρέπει να βρω άλλη οικογένεια".Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του.Στον δρόμο συνάντησε πολλούς ανθρώπους.Κανείς δεν το έπαιρνε στα σοβαρά, αλλά δεν ήταν και βάρος για κανέναν. Όλοι του έδιναν φαγητό κι έτσι πολύ γρήγορα το δεδομένο επανήλθε στην αρχική του κατάσταση.Δυνατό και υγιές. Τώρα που είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του, ένιωθε πιο έντονη την ανάγκη να βρει μια οικογένεια. Περιπλανιόταν μέρες κ νύχτες ολόκληρες ώσπου έφτασε σε μιαν αυλή.Εκεί βρήκε να κάθεται έναν άντρα,μόνο και στεναχωρημένο. Του μίλησε, "γεια.είμαι το δεδομένο" του είπε. Ο άντρας έριξε ένα πολύ αυστηρό ύφος πάνω του και του είπε "να φύγεις αμέσως απ'εδώ.Είχα πολλά σαν κι εσένα και τα φρόντιζα μα μου κάμανε κακό''. "Μα πώς" απάντησε το δεδομένο. "Εμείς δεν πειράζουμε κανέναν.Μόνο φαϊ θέλουμε"."Να φύγεις αμέσως είπα" συνέχισε ο άντρας. Τι να κάνει το καημένο, έφυγε. Συνέχισε να περιπλανιέται και οι άνθρωποι που συναντούσε του έδιναν φαγητό. Δεν του έλειπε τροφή, του έλειπε ένα σπίτι.Τότε το είδε μια κοπέλα,νέα,όμορφη και χαρούμενη. Το πήρε σπίτι της και το έδειξε στον άντρα της. "Τι είναι αυτό"; τη ρώτησε. "Αυτό είναι ένα δεδομένο" του απάντησε. "Να το κρατήσουμε"; "Και τι το έφερες εδώ;Να φύγει αμέσως" είπε ο άντρας δυνατά. "Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το θες, μόνο φαγητό χρειάζεται.Δεν θα μας ενοχλεί". "Αυτό μπορεί να μας κλέψει σε μια στιγμή όλη την ύπαρξη μας.Τρελάθηκες; Να φύγει τώρα.Θα μας κάμει κακό." ο άντρας επέμενε.Η κοπέλα, κάνοντας πως το διώχνει, το έκρυψε στην αυλή.Του έδινε καθημερινά φαγητό και ένιωθε χαρούμενη που το κράτησε.Το τάιζε ότι είχε. Τη μια του έδινε αγάπη φίλων με μαρούλι, την άλλη υγεία με μαγιονέζα, κατανόηση κι έρωτα συντρόφου αλα κρεμ.....ώσπου πια το δεδομένο απο το πολύ φαγητό έγινε τόσο χοντρό που δεν μπορούσε άλλο να το κρύψει.Ο άντρας της το είδε κι έγινε κόκκινος απο τα νεύρα του."Τι κάνει αυτό εδώ;Δεν με άκουσες που σου είπα να το διώξεις, να φύγεις τώρα μαζί με αυτό". Η κοπέλα μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε μαζί με το χοντρό δεδομένο της απο το σπίτι. Δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς....

Υ.Γ. Φήμες στην παραμυθοχώρα των μεγάλων, θέλουν τον άντρα που έδιωξε την κοπέλα ξαναπαντρεμένο κι ευτυχισμένο,χωρίς κανένα δεδομένο στην ζωή του....

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ζητούνται αισιόδοξοι

Καλή βδομάδα, έτσι άκουγα όλη την ώρα στην στάση το πρωί και μετά μπήκαμε στο λεωφορείο όπου ακούγονταν κι άλλοι ψίθυροι απο γνωστούς-γείτονες που συναντήθηκαν μέσα στο αστικό. Ώσπου έγινε το κακό... Κάποιος είπε σε κάποιον "καλή βδομάδα"...κι αυτός ο δεύτερος κάποιος απάντησε "καλή θα είναι"...Κάτσε ρε μεγάλε. τι κουβέντες πετάς....;Τι θα πει "καλή θα είναι"; Σχεδόν όλοι ήμασταν έτοιμοι να τον δείξουμε με το δάκτυλο και να φωνάξουμε "Να, αυτός το είπε,τιμωρήστε τον".Ακούς εκεί καλή θα είναι....μα καλά πού ζει ο τύπος? Ειδήσεις δεν βλέπει;Γύρω του δεν κοιτάει; Τρελός είναι;Τι πίνει (και δεν μας δίνει);Κατέβηκε ο "άλιεν".Ξανά σιωπή στο αστικό.Τον ξεπεράσαμε γρήγορα τον βλάκα του λεωφορείου. Άλλωστε είχε τόση μαυρίλα, ο καθένας μας να σκεφτει, σιγά μην ασχοληθούμε περισσότερο με έναν ηλίθιο αισιόδοξο..Ευτυχώς ο καιρός στην όμορφη πόλη ήταν με τους πολλούς. Κρύο.Χειμώνας για τα καλά.Οι συνάνθρωποι στο ίδιο μοτίβο...Μιζέρια, γκρίνια,φτώχεια,ανέχεια και ο Θεός βοηθός.Πάλι καλά, άλλος χαρούμενος δεν βρέθηκε στον δρόμο μου.Όλα κύλησαν ομαλά, κάθε δέκα μέτρα κι ένας ζητιάνος, κάθε 2 ώρες κάποιος έψαχνε στα σκουπίδια για να φάει...Για λίγο φοβήθηκα πως μπορεί να άλλαζαν τα πράγματα και να ζούσαμε μια όμορφη, ανθρώπινη ημέρα..Για λίγο τρόμαξα μήπως οι κάδοι δεν έχουν πλέον πελατεία κι ότι οι ζητιάνοι θα γεμίσουν τα σακούλια τους. Κι όπως έφτανα στην δουλειά μου με τα μούτρα παγωμένα απο το κρύο είδα μία αφίσα στην βιτρίνα ενός καταστήματος που απεικόνιζε μία όαση μέσα σε μια γυάλα -σαν αυτές που μερικοί βάζουν χρυσόψαρα- και απο κάτω έγραφε "ζητούνται αισιόδοξοι για να σπάσουν την γυάλα".
Στάθηκα λίγο  και κοίταξα την αφίσα. Μετά σκέφτηκα πως ο τύπος στο λεωφορείο μπορεί να πήγαινε εκεί. Τον καημένο....κατέβηκε σε λάθος στάση....

ΥΓ φανταστική ιστορία απο πραγματικό ερέθισμα....καληνύχτα σας.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΔιαπραγμάΓευση...

Βραδιάζει πάλι, χειμώνας έξω και μέσα ζεστό κακάο κ ονειροπαρμένες συνειδήσεις.
Μια αίσθηση ελευθερίας μέσα στο κλουβί μου. Εμ βέβαια, στο κλουβί του ο καθένας είναι άρχοντας! Είναι ο αρχηγός! Έτσι κι εγώ στο δικό μου... Είμαι ασφαλής, υγιής, ικανοποιημένη.
Τώρα αν δεν ακούω κ φωνές ακόμα καλύτερα...αλλά δεν έχουν ηχομόνωση τα κλουβιά και αναγκαστικά έρχεσαι σε επαφή με τον έξω κόσμο.Κι όσο δε γουστάρεις να ακούς του καθενός το κοντό και το μακρύ, τόσο όλοι οι φαφλατάδες κάνουν ουρά καθημερινά έξω απο τη λίγη λογική που σου απέμεινε μπας κι ανοίξει να μπούνε μέσα.Και μετά να έχεις μια λίγη λογική λεκιασμένη με φαφλατομαλακίες που στίψανε..Ουφ.....Στο κλουβί! Τώρα που οι πεταλούδες στο στομάχι γίναν ταχυκαρδίες-αρρυθμίες-πονοκεφάλοι, και το χαμόγελο αγανακτισμένο τραβάει την ανηφόρα και κοπιάζει -ξέρεις,οι γωνίτσες του προς τα κάτω-, τι άλλο να κάνεις?Θα κρεμάσεις κουρτίνες στο κλουβί σου και θα σωθείς. Και μέσα στην σωτηρία σου θα ξανακούς φωνές.Όλε! Τι στο διάολο, δεν απομακρύνεται ο υπόλοιπος κόσμος? Δεν φτάνει για όλους το οξυγόνο. Σκέφτεσαι,ξανασκέφτεσαι αλλά δεν βρίσκεις κάποιον τρόπο να ξεκουμπιστούνε όλοι σε ακτίνα 100 χιλιομέτρων απο σένα. Σε δυσκολεύουν. Σε καθυστερούν και σε αποσυντονίζουν κάθε φορά που θες να μετρήσεις τους χτύπους της καρδιάς σου..Σάμπως θα σε καταλάβει και κανείς.. Κανείς. Μην ανοίγεις τις κουρτίνες ρε, σαν τις μύγες ειν'απέξω να σε δουν και να σε πείσουν να πας μαζί τους.Τάχα μου οτι φτάνει το οξυγόνο για όλους.Τάχα οτι θέλουν να σε λυτρώσουν απο την αδράνεια σου. Τάχα οτι εκεί έξω έχει άλλους ήχους και χρώματα.Και θα χρησιμοποιήσουν την ιδιότητα τους-ο καθένας ξεχωριστά- για να σε πείσουν. Ο ένας είναι ο άντρας σου, η άλλη είναι η μάνα σου, ο αδερφός, η κολλητή και πάει λέγοντας. Είναι πιο πολλοί. Παλεύεις να τους νικήσεις. Για να σε νικήσουν, αρκεί να βγεις απο το κλουβί σου κ να πας μαζί τους. Θα το κάνεις? Εγώ ναι. Θα τους πίστευα. Θα πήγαινα. Έχουν πιο φυσιολογικό παλμό και το χρώμα τους δεν είναι σιδερένιο.
Εγώ ναι, θα έβγαινα απο τον πανικό- για λίγη γεύση ζωής ακόμα......

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Αν μεγαλωσει το παιδι....την εκανα απο κουνια........!!!

Όπως  όλοι,έτσι και εγώ υπήρξα παιδί......ξεκίνησα να μάθω τον κόσμο γεμάτη ενθουσιασμό,λαχτάρα,απορία,φόβο,θάρρος,λάθη....Πάντα θυμάμαι οτι μου την έδινε στα νεύρα η φράση "όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις".Μεγάλωσα όμως...ε και? σάμπως κατάλαβα...... Μεγάλωσα.... και? χειρότερα τα έκανα τώρα που μεγάλωσα.... Παιδί...τι ωραία που ήταν.....και δεν ήταν το μαγικό στο οτι δεν είχα ευθύνες.....το μαγικό κρυβόταν στο οτι δεν είχα υποψίες...κακές υποψίες...... άντε να έκρυβ τα παιχνίδια μου όταν περνούσε ο διαβολάκος της παρέας αλλά όχι για να του κάνω κακό.....για να μην κάνει εκείνος κακό στα παιχνίδια μου...... γιατί ένα παιδί έχει έντονη την αίσθηση να προστατεύσει και κάτι άλλο πέρα απο τον εαυτό του.......Παιδί....τι ωραία που ήταν.... έλεγα τραγούδια χωρίς να ντραπώ για τη φωνή μου....ούτε με κοίταζε περίεργα κανείς.....Παιδί..... ζωγράφιζα και όλοι έλεγαν "πω πω....τι όμορφο που είναι" και ένιωθα υπερήφανη ... Έπρεπε λοιπόν να μεγαλώσω και να καταλάβω.....τι να καταλάβω? Το οτι δεν νιώθεις καθόλου περήφανος όταν κάνεις κάτι ,και ο άλλος σου λέει....χμ.....καλό είναι.... ενώ βλέπεις στα μούτρα του είτε τη ζήλια είτε την αυτοσυγκράτηση για να μη σου πει "τι μαλακία έκανες πάλι"?......Παιδί.....δεν φοβόμουνα...παρά μόνο το σκοτάδι....Ακούς?Το σκοτάδι....κι αν μέσα στο σκοτάδι έρχονταν κάποιος, έφευγε ο φόβος.....γιατί ναι,ήταν σκοτάδι,αλλά ήταν και κάποιος εκεί....μεγάλωσα....ε και? Μεγάλωσα για να φοβάμαι τους ανθρώπους μέσα στα φώτα.....και να επιθυμώ το σκοτάδι για να ξεφύγω..... Παιδί.....όποιος πέθαινε όταν ήμουν παιδί,πήγαινε στον Θεούλη κοντά,ήταν καλά κι έπαιζε όλη μέρα σε μια αυλή με τα αγγελάκια χωρίς να πονάει.....Μεγάλωσα ε και? Σε κάθε χαμό, χάνω  τη γη κάτω απο τα πόδια μου....Αμφισβήτησα τον Θεό,τον επικαλέστηκα,του μίλησα,τον έψαξα,τον στερήθηκα,τον απογοήτευσα,με απογοήτευσε.... Παιδί.....έλεγα πάντα....θα μεγαλώσω και θα παντρευτώ τον πιο καλό άντρα του κόσμου που θα με αγαπάει και θα γεράσουμε μαζί κι όταν θα ναι πολύ γέρος θα πάμε μαζί στον Θεό.....Μεγάλωσα...ε και? Πόσοι έρωτες με έστειλαν στην κόλαση..... Παιδί.....έκανα μπάνιο για να καθαρίσει το σώμα μου απο τα χώματα.....Μεγάλωσα...ε και?Δεν ξεπλένεται η ψυχή.....Παιδί....όταν έπεφτα και χτυπούσα πονούσα....το λογικό ήταν να κλάψω...κι έκλαιγα..... μεγάλωσα ε και? Πονάς.....θάψ'το!Μην το δει ο κόσμος και γελάσει.....
Όταν ήμουν παιδί δεν ονειρευόμουν με βάση τα δεδομένα.....γιατί τα όνειρα δεν πρέπει να τα φτάνει η ματιά σου...πρέπει να τα φτάνει πρώτα η ψυχή σου...έπειτα το μυαλό σου....μετά τα χέρια σου και μετά η ματιά σου......
Όταν ήμουν παιδί έβλεπα πιο καθαρά.....γιατί δεν έβλεπα πουθενά "βρωμιά" σε κανένα βλέμμα...σε καμιά πράξη....σε καμιά γυρισμένη πλάτη.......
Με την ύπαρξη του Θεού δεν έχω ακόμα καταλήξει κάπου-αν και θα πρεπε αφού μεγάλωσα-.... ξέρω όμως οτι συχνά ζητώ βοήθεια απο το παιδί που δεν άφησα να μεγαλώσει μέσα μου.... να δει τον δρόμο και να μου πει....ξέρεις....τα παιδιά βλέπουν τον δρόμο και...ένα μαγικό πράγμα....βλέπουν τον δρόμο χωρίς να βλέπουν τα εμπόδια......
Αν μεγαλώσει το παιδί που κρύβω μέσα μου.....την έκανα απο κούνια.......!!
Τώρα που ....μεγάλωσα......είμαι σίγουρη γι αυτό.....

(πρώτη δημοσίευση 14 Δεκεμβρίου 2011.. πίσω απο την ασφάλεια του γ'ενικού προσώπου τότε....)

Φλασιά..

-Τι σου έμεινε απο αυτήν την μέρα;
-Για να σκεφτώ....λίγη τύχη, λίγη δύναμη, ένας άνθρωπος που δύσκολα γελούσε, ένας άλλος που κουράστηκε απ'τον δρόμο, μια ανταμοιβή, μια ελπίδα, μερικές ρυτίδες έκφρασης, η χαρά του σκύλου όταν γύρισα σπίτι...Α!και δύο μικρά παιδιά που γέλαγαν δυνατά.......
-Φύλαξέ τα όλα αυτά.....
-Πού...
-Στο χθες, τώρα πλέον....
-Και γιατί να τα φυλάξω;
-Για αύριο ανόητη, για αύριο.........


καλώς ήρθατε!