Στο μακρινό 2013, ζούσε μία μητέρα.Η Άννα. Η Άννα είχε μία κόρη την Ιωάννα κι έναν γιο τον Άκη.
Σύζυγο δεν είχε.Δηλαδή υπήρχε κάπου ο τύπος αλλά δεν χαμπάριαζε και πολλά από οικογενειακές υποχρεώσεις. Έτσι η Άννα την έκανε νωρίς. Πήρε τα παιδιά και πήγε να μείνει μαζί με την μητέρα της. Η μητέρα της ήταν πολύ καλή γυναίκα -χήρα- και την βοηθούσε πολύ την Άννα.Και την Ιωάννα και τον Άκη.Όταν τα παιδιά ήταν στο Δημοτικό -θυμάται η Άννα- έκαναν πως δεν άκουγαν τις ερωτήσεις των συμμαθητών και των δασκάλων τους που αφορούσαν τον πατέρα τους. Γελούσαν δυνατά για να καλύψουν την ερώτηση και συνέχιζαν το παιχνίδι. Η Άννα το ήξερα αυτό και πάντα τα συμβούλευε να μην κρατούν θυμό και κακία μέσα τους. Όταν μπήκε το 2013 η Άννα ήταν πενήντα έξι χρόνων. Η Ιωάννα ήταν τριάντα έξι και ο Άκης τριάντα δύο. Η μαμά της Άννας ήταν εβδομήντα οχτώ. Οι δύο γυναίκες ζούσαν μόνες τους πλέον.Ένα πρωϊ η Άννα πήγε με την μητέρα της να αγοράσουν δώρο γενεθλίων για την άλλη Άννα. Την μικρή. Την κόρη του Άκη. Η μικρή Άννα ήταν τεσσάρων. Με σγουρά καστανά μαλλάκια και βλέμμα τσαχπίνικο. Όπως ακριβώς ήταν και η μεγάλη Άννα πριν από πενήντα δύο χρόνια. Το μεσημέρι μαζεύτηκαν όλοι μαζί στο σπίτι των δύο μαμάδων (ή δύο γιαγιάδων) για φαγητό. Η μικρή Άννα πήρε το δώρο της -ένα υπέροχο παιχνίδι- και άρχισε αμέσως να ασχολείται μόνο με αυτό. Οι μεγάλοι την χάζευαν και δεν την χόρταιναν. Ήταν γεμάτη απορίες και από το μικρό σώμα της περίσσευε ζωή. Ο Άκης ήταν γεμάτος ευχαρίστηση και αγάπη όταν κοίταζε την πριγκίπισσα του. Η μεγάλη Άννα, μετά το φαγητό κι αφού σερβιρίστηκε ο καφές και το γλυκό από την Ιωάννα, έκατσε σε μια γωνιά του κήπου με το κεφάλι γυρισμένο προς τα εκεί που έπαιζε η μικρή. Η Ιωάννα την πλησίασε,την ακούμπησε στον ώμο τρυφερά και την ρώτησε
"μήπως θέλεις να πας να ξεκουραστείς μητέρα; Ο γιατρός είπε να μην κουράζεσαι πολύ." Η Άννα κούνησε το κεφάλι αρνητικά και απάντησε χαμογελώντας. "Θέλω να κάθομαι εδώ με την μικρή και να την βλέπω...." Η μικρή την πλησίασε και με ύφος αθώο και γεμάτο απορία της είπε.. " Μα γιαγιά, ο γιατρός είπε οτι δεν βλέπεις. Με βλέπεις"; "Σε ακούω μικρό μου και μέσα από την φωνούλα σου βλέπω το πιο όμορφο μου χθες". Η μικρή δεν κατάλαβε. "Με βλέπεις"; ξαναρώτησε κουνώντας τα χεράκια της μπροστά από τα μάτια της γιαγιάς της, θέλοντας να κατανοήσει την απάντηση που πήρε. "Όχι, δεν σε βλέπω. Μπορώ να δω μόνο αυτά που βλέπεις εσύ..........."
Υ.Γ.1 Στην Άννα. Απλά και μόνο επειδή δεν βάζω το χέρι μου στην φωτιά οτι δεν υπήρξε
Ύ.Γ.2 Σε όλους εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου