Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ο παράξενος ξένος

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακρυά υπήρχε ένα απομονωμένο χωριό με λιγοστούς κατοίκους. 
Εκεί ζούσε με την οικογένεια του κι ένα νεαρό αγόρι. Τα γράμματα δεν του πολυέκαναν κέφι,περισσότερο γιατί ήταν αναγκασμένος να ξυπνάει πρωί για το σχολείο παρά για άλλο λόγο.
 Όποτε είχε όρεξη έπιανε οτι βιβλίο έβρισκε και το διάβαζε.Τα καλοκαίρια και τις γιορτές έβρισκε δικαιολογίες για να μη βοηθάει τον πατέρα του στα χωράφια. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του σκαλίζοντας με ένα μικρό σουγιά διάφορα κομμάτια από ξύλο..Γνώριζε την αδυναμία που του είχε η μητέρα του και πάντα την εκμεταλλευόταν για να φάει το αγαπημένο του φαγητό ή μια λιχουδιά παραπάνω για απογευματινό.Δεν ήταν κακό παιδί.Ένα απόγευμα ενώ καθόταν στην αυλή σε ένα σκαμνί και σκάλιζε με το σουγιά του το ξύλο που είχε βρει λίγο νωρίτερα στην αποθήκη, πήρε με την άκρη του ματιού του κάποιον να περνάει μπροστά απο την πόρτα της αυλής. Δεν έδωσε σημασία.Η παρουσία γινόταν όλο και πιο έντονη ώσπου αναγκάστηκε να σηκώσει το βλέμμα του. Τότε είδε έναν κύριο καλοντυμένο με ένα πεντακάθαρο πρόσωπο και ένα χαμόγελο μεγάλο.Ο κύριος κοιτούσε τον
 πιτσιρίκο επίμονα χωρίς να του μιλάει.Ο μικρός άφησε ότι κρατούσε,σηκώθηκε και πλησίασε στο μέρος που στεκόταν ο κύριος. "Μπορώ να σας βοηθήσω;" ρώτησε ο μικρός. "Ψάχνεται κάποιον;"
Ο μυστήριος αυτός κύριος απλά χαμογέλασε στον μικρό ,έκανε μεταβολή κι έφυγε.Το αγόρι έμεινε εκεί απορημένο και κοιτούσε τον κύριο να φεύγει ώσπου τον έχασε απο το οπτικό του πεδίο.Γύρισε στην θέση του και συνέχισε να σκαλίζει με τον σουγιά του το ξύλο.Λίγο αργότερα τον φώναξε η μητέρα του για φαγητό. Για πολύ καιρό κάθε απόγευμα την ώρα που άρχιζε ο μικρός να σκαλίζει το ξύλο του περνούσε αυτός ο παράξενος κύριος.Ο μικρός τον έπαιρνε χαμπάρι,άφηνε ότι κρατούσε και πήγαινε προς την πόρτα της αυλής , στέκονταν ανέκφραστος και κοιτούσε τον ξένο μέχρι που 
πια δεν τον έφτανε η ματιά του..Κάθε φορά το ίδιο. Λίγα χρόνια αργότερα το μικρό αγόρι είχε μεγαλώσει τόσο ώστε να μην πηγαίνει πια σχολείο.Στο δωμάτιο του υπήρχαν μερικά ξύλινα στολίδια σκαλιστά στο χέρι.Όμορφα ήταν.Ένα τρένο, μία κορνίζα, ένα τασάκι, ένα μικρό αεροπλάνο κι ένας χωρικός όλα βερνικομένα, ήταν μερικά απο τα ξύλινα στολίδια που διακοσμούσαν το δωμάτιο.
Ένα μεσημέρι ο πατέρας ανακοίνωσε στα παιδιά του πως κουράστηκε στα χωράφια τόσα χρόνια και πως έπρεπε οι γιοι του να τα αναλάβουν για λίγο καιρό. Ο νεαρός-πια- σηκωνόταν κάθε πρωί και πήγαινε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του να δουλέψουν στη θέση του πατέρα τους. Γυρνούσαν αργά το απόγευμα,έτρωγαν και έφτιαχναν καμιά παρέα άλλοτε με κανένα κρασί και μεζέ και άλλοτε με απογευματινό καφέ και τάβλι. Ένα βράδυ κι ενώ έξω είχε πιάσει παγωνιά,ο νεαρός χάζευε έξω απο το παράθυρο του σαλονιού και σκεφτόταν το κορίτσι που του άρεσε.Την είχε συναντήσει στην πλατεία του χωριού πολλές φορές αλλά δεν έβρισκε λόγια να της πει.Κάθε φορά που την έβλεπε η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή κι έτσι τα έχανε.Και μαζί με τα λόγια του έχανε και την ευκαιρία να της μιλήσει. Όπως χάζευε απο το παράθυρο διέκρινε μια φιγούρα γνώριμη.Ήταν εκείνος ο κύριος που έβλεπε όταν ήταν μικρός.Παραξενεύτηκε και έμεινε με το βλέμμα κολλημένο στον παράξενο ξένο που απομακρυνόταν σιγά σιγά απο το οπτικό του πεδίο.Σκέφτηκε πως κάτι περίεργο συμβαίνει μιας και όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε αναφέρει ποτέ κανείς αυτόν τον ξένο. Ο νεαρός κάθε μέρα για πολύ καιρό την ίδια ώρα έβλεπε τον ξένο να περνά και τον κοιτούσε.Καμιά φορά ο παράξενος κύριος γυρνούσε προς το μέρος του νεαρού χαμογελούσε και έπειτα συνέχιζε την πορεία του. Ο καιρός πέρασε κι ο νεαρός έγινε άντρας πια.Δεν κατάφερε να βρει λόγια να πλησιάσει το κορίτσι που του άρεσε-εκείνη ήταν πια γυναίκα,σύζυγος και μητέρα. Αλλουνού.Όχι δική του, όχι των παιδιών του. Ένα πρωί ξύπνησε αποφασισμένος να περιμένει τον ξένο να φανεί για να λύσει επιτέλους
το μυστήριο.Θα μάθαινε ποιος ήταν,γιατί του χαμογελούσε σαν να τον ξέρει κ γιατί ποτέ κανείς δεν τον είχε αναφέρει.Ο ξένος εμφανίστηκε.Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω απο το σπίτι. "Στάσου" του φώναξε" ο παράξενος κύριος γύρισε προς το μέρος του άντρα χαμογελώντας. Ποιος είσαι" τον ρώτησε . Ο παράξενος ξένος δεν μίλησε....Γύρισε το βλέμμα του και συνέχισε να προχωράει. Ο άντρας τον ακολούθησε.Ο ξένος προχωρούσε ακούραστος ώσπου ο άντρας σταμάτησε. "Μα ποιος στο διάβολο είναι;" μονολόγησε λαχανιασμένος.Ο καιρός περνούσε κι ο άντρας δεν μπόρεσε να λύσει τις απορίες του ποτέ.Ενα απόγευμα, μεγάλος πια καθόταν στην αυλή και κοιτούσε προς την πόρτα.Είδε τον παράξενο κύριο να έρχεται, οχι για να περάσει απ'έξω και να συνεχίσει την πορεία του,μα αυτή την φορά ερχόταν προς το μέρος του. Άνοιξε τον σύρτη της μικρής καγκελόπορτας,Μπήκε μέσα και διέσχισε την αυλή ώσπου έφτασε πια πρόσωπο με πρόσωπο με το μικρό αγόρι,που έγινε νεαρός κι αργότερα άντρας και τώρα πιο μεγάλος ακόμα,με ζαρωμένα μάγουλα. Χαμογέλασε στον ζαρωμένο άντρα και του είπε"Γέρασες". "Εσύ καθόλου.Ποιος στο διάβολο είσαι;" είπε ο άντρας.Ο παράξενος ξένος απάντησε.."Περνάω μπροστά από όλους τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.Δεν με βλέπουν όλοι παρά μόνο όσοι επιλέγουν να με δουν.Όπως εσύ. Από πολύ νωρίς ασχολιόσουν μόνο με το να με βλέπεις να περνάω κι αυτό σε στοίχειωσε.
Το ξέρεις οτι αν δεν σε στοίχειωνε η παρουσία μου θα ήσουν αλλιώς τώρα;Δεν ξέρω πώς,μα αλλιώς.Κι ακόμα όσες φορές με ακολούθησες να δεις που πάω,εγώ συνέχιζα ενώ εσύ κουραζόσουν. Όπως έχεις κουραστεί και τώρα.Είμαι ο Χρόνος.Ήρθα να σου πω πως δεν θα ξαναπεράσω για σένα.Δεν θα με ξαναδείς...."


Στον Α.

Υ.Γ. "Γέρε άνθρωπε φύγε τώρα πάει η δική σου η σειρά...." 
"Ποιος εγώ....αποκλείεται."
"Ναι,καλά..."

Καληνύχτα.


2 σχόλια: