Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Οικογένεια επιθυμιών

Κάποτε σε μια άλλη διάσταση, μαγική, ζούσε μία οικογένεια επιθυμιών.Οι γονείς μόλις είχαν βγει στην σύνταξη και είχε έρθει η ώρα να προετοιμάσουν τα τέσσερα παιδιά τους για τον κόσμο των ανθρώπων και το τι  έπρεπε να κάνουν αυτά απο δω και πέρα. Ο πατέρας πήρε τον λόγο. "Παιδιά μου,η μητέρα σας κι εγώ δουλέψαμε πολύ για πολλά χρόνια και τώρα ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε. Τώρα, ήρθε η ώρα να αποφασίσετε τι επιθυμίες θέλετε να γίνετε. Αυτό που θα επιλέξετε τώρα,αυτό θα είστε σε όλη σας την ζωή χωρίς την δυνατότητα να το αλλάξετε.Λοιπόν, σας ακούω.."
"Εγώ θέλω να γίνω επιθυμία υλικών αγαθών" είπε το πρώτο παιδί."Ξέρω πως αν γίνω αυτό θα έχω πάντα δουλειά,οι άνθρωποι θα με έχουν συνεχώς κοντά τους και θα με τρέφουν κι έτσι θα ζήσω πολύ καλά και πλούσια." "Εγώ θέλω να γίνω επιθυμία παιχνιδιών."είπε το δεύτερο παιδί."Θα δουλεύω συνεχώς με παιδιά,άλλοτε και διπλοβάρδιες αλλά πάντα θα έχω δουλειά και ποτέ δε θα βρεθώ στον δρόμο." "Εγώ θέλω να γίνω επιθυμία ομορφιάς." είπε το τρίτο παιδί."Όλοι οι άνθρωποι θα θέλουν να δουλέψουν μαζί μου κι έτσι κι εγώ θα έχω ένα μέλλον εξασφαλισμένο." Το τέταρτο παιδί που παρακολουθούσε με απόλυτη προσοχή τα μεγαλύτερα αδέρφια του είπε "εγώ θέλω να γίνω επιθυμία για ζωή." Οι υπόλοιποι το κοίταξαν απορημένοι σαν να μην είχαν καταλάβει τι είχε πει. "Τρελάθηκες;" φώναξε η μητέρα του.Οι άνθρωποι δεν θα σε πάρουν στα σοβαρά σε ολόκληρη την ζωή τους.Τι θα κάνεις θα δουλεύεις μόνο με αρρώστους;Θα πεθάνεις της πείνας." "Εγώ αυτό θέλω" επέμενε το τέταρτο παιδί. Λίγες μέρες αργότερα οι μικρές επιθυμίες τράβηξαν τον δρόμο για τον κόσμο των ανθρώπων.Μόλις έφτασαν κι αφού έπρεπε να χωριστούν για να δουλέψουν αποχαιρετίστηκαν.
Κάτι χρόνια αργότερα συναντήθηκαν πάλι όλα τα αδέρφια μαζί στο πατρικό τους.Στην άλλη διάσταση,την μαγική. "Λοιπόν παιδιά μου;Πώς σας φαίνεται η δουλειά με τους ανθρώπους;Πώς τα πάτε; ρώτησε ο πατέρας. "Εγώ είμαι περίφημα πατέρα,"είπε η επιθυμία των υλικών αγαθών. "Δουλεύω συνέχεια,όπως το είχα φανταστεί.Οι άνθρωποι με ψάχνουν συνεχώς,δεν τους προλαβαίνω.." "Κι εγώ τα πάω τέλεια" είπε η επιθυμία των παιχνιδιών."Τα παιδιά δεν κάνουν χωρίς εμένα.Έκανα πολύ καλή επιλογή." "Μα,κι εγώ σπουδαία τα πάω" είπε η επιθυμία της ομορφιάς. Έχω άπειρους ανθρώπους που δουλεύω μαζί τους.Αισθάνομαι την απόλυτη ικανοποίηση."Οι τρεις επιθυμίες ένιωθαν πολύ περήφανες για τον εαυτό τους και περίμεναν να ακούσουν το μικρότερο αδέρφι τους,να τους πει κι εκείνο τι απόκαμε. (μεταξύ μας χλεύαζαν την επιλογή του) "Εσύ; πώς τα πας;"ρώτησε ο πατέρας το μικρότερο παιδί που έδειχνε σκεφτικό. "Κι εγώ καλά τα πάω." είπε η επιθυμία της ζωής. "Δουλεύω αρκετά, δουλεύω με όλες τις ηλικίες των ανθρώπων, και νιώθω πάρα πολύ καλά με την δουλειά μου. Στεναχωριέμαι μόνο κάθε φορά που ακούω απο τους ανθρώπους που δουλεύω μαζί τους, πόσο ανόητα και άχρηστα τους φαίνονται τα αδέρφια μου όταν γνωρίζουν εμένα.Κι ας τους έχουν επιλέξει περισσότερες φορές απο μένα."................

Στην Δ.

Υ.Γ.  Ζητείται επιθυμία ζωής. Το ξέρω πως υπάρχει.Μόνο σοβαρές προτάσεις. Και παραγράφους δέχομαι.

Καλημέρα!

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ο παράξενος ξένος

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακρυά υπήρχε ένα απομονωμένο χωριό με λιγοστούς κατοίκους. 
Εκεί ζούσε με την οικογένεια του κι ένα νεαρό αγόρι. Τα γράμματα δεν του πολυέκαναν κέφι,περισσότερο γιατί ήταν αναγκασμένος να ξυπνάει πρωί για το σχολείο παρά για άλλο λόγο.
 Όποτε είχε όρεξη έπιανε οτι βιβλίο έβρισκε και το διάβαζε.Τα καλοκαίρια και τις γιορτές έβρισκε δικαιολογίες για να μη βοηθάει τον πατέρα του στα χωράφια. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του σκαλίζοντας με ένα μικρό σουγιά διάφορα κομμάτια από ξύλο..Γνώριζε την αδυναμία που του είχε η μητέρα του και πάντα την εκμεταλλευόταν για να φάει το αγαπημένο του φαγητό ή μια λιχουδιά παραπάνω για απογευματινό.Δεν ήταν κακό παιδί.Ένα απόγευμα ενώ καθόταν στην αυλή σε ένα σκαμνί και σκάλιζε με το σουγιά του το ξύλο που είχε βρει λίγο νωρίτερα στην αποθήκη, πήρε με την άκρη του ματιού του κάποιον να περνάει μπροστά απο την πόρτα της αυλής. Δεν έδωσε σημασία.Η παρουσία γινόταν όλο και πιο έντονη ώσπου αναγκάστηκε να σηκώσει το βλέμμα του. Τότε είδε έναν κύριο καλοντυμένο με ένα πεντακάθαρο πρόσωπο και ένα χαμόγελο μεγάλο.Ο κύριος κοιτούσε τον
 πιτσιρίκο επίμονα χωρίς να του μιλάει.Ο μικρός άφησε ότι κρατούσε,σηκώθηκε και πλησίασε στο μέρος που στεκόταν ο κύριος. "Μπορώ να σας βοηθήσω;" ρώτησε ο μικρός. "Ψάχνεται κάποιον;"
Ο μυστήριος αυτός κύριος απλά χαμογέλασε στον μικρό ,έκανε μεταβολή κι έφυγε.Το αγόρι έμεινε εκεί απορημένο και κοιτούσε τον κύριο να φεύγει ώσπου τον έχασε απο το οπτικό του πεδίο.Γύρισε στην θέση του και συνέχισε να σκαλίζει με τον σουγιά του το ξύλο.Λίγο αργότερα τον φώναξε η μητέρα του για φαγητό. Για πολύ καιρό κάθε απόγευμα την ώρα που άρχιζε ο μικρός να σκαλίζει το ξύλο του περνούσε αυτός ο παράξενος κύριος.Ο μικρός τον έπαιρνε χαμπάρι,άφηνε ότι κρατούσε και πήγαινε προς την πόρτα της αυλής , στέκονταν ανέκφραστος και κοιτούσε τον ξένο μέχρι που 
πια δεν τον έφτανε η ματιά του..Κάθε φορά το ίδιο. Λίγα χρόνια αργότερα το μικρό αγόρι είχε μεγαλώσει τόσο ώστε να μην πηγαίνει πια σχολείο.Στο δωμάτιο του υπήρχαν μερικά ξύλινα στολίδια σκαλιστά στο χέρι.Όμορφα ήταν.Ένα τρένο, μία κορνίζα, ένα τασάκι, ένα μικρό αεροπλάνο κι ένας χωρικός όλα βερνικομένα, ήταν μερικά απο τα ξύλινα στολίδια που διακοσμούσαν το δωμάτιο.
Ένα μεσημέρι ο πατέρας ανακοίνωσε στα παιδιά του πως κουράστηκε στα χωράφια τόσα χρόνια και πως έπρεπε οι γιοι του να τα αναλάβουν για λίγο καιρό. Ο νεαρός-πια- σηκωνόταν κάθε πρωί και πήγαινε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του να δουλέψουν στη θέση του πατέρα τους. Γυρνούσαν αργά το απόγευμα,έτρωγαν και έφτιαχναν καμιά παρέα άλλοτε με κανένα κρασί και μεζέ και άλλοτε με απογευματινό καφέ και τάβλι. Ένα βράδυ κι ενώ έξω είχε πιάσει παγωνιά,ο νεαρός χάζευε έξω απο το παράθυρο του σαλονιού και σκεφτόταν το κορίτσι που του άρεσε.Την είχε συναντήσει στην πλατεία του χωριού πολλές φορές αλλά δεν έβρισκε λόγια να της πει.Κάθε φορά που την έβλεπε η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή κι έτσι τα έχανε.Και μαζί με τα λόγια του έχανε και την ευκαιρία να της μιλήσει. Όπως χάζευε απο το παράθυρο διέκρινε μια φιγούρα γνώριμη.Ήταν εκείνος ο κύριος που έβλεπε όταν ήταν μικρός.Παραξενεύτηκε και έμεινε με το βλέμμα κολλημένο στον παράξενο ξένο που απομακρυνόταν σιγά σιγά απο το οπτικό του πεδίο.Σκέφτηκε πως κάτι περίεργο συμβαίνει μιας και όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε αναφέρει ποτέ κανείς αυτόν τον ξένο. Ο νεαρός κάθε μέρα για πολύ καιρό την ίδια ώρα έβλεπε τον ξένο να περνά και τον κοιτούσε.Καμιά φορά ο παράξενος κύριος γυρνούσε προς το μέρος του νεαρού χαμογελούσε και έπειτα συνέχιζε την πορεία του. Ο καιρός πέρασε κι ο νεαρός έγινε άντρας πια.Δεν κατάφερε να βρει λόγια να πλησιάσει το κορίτσι που του άρεσε-εκείνη ήταν πια γυναίκα,σύζυγος και μητέρα. Αλλουνού.Όχι δική του, όχι των παιδιών του. Ένα πρωί ξύπνησε αποφασισμένος να περιμένει τον ξένο να φανεί για να λύσει επιτέλους
το μυστήριο.Θα μάθαινε ποιος ήταν,γιατί του χαμογελούσε σαν να τον ξέρει κ γιατί ποτέ κανείς δεν τον είχε αναφέρει.Ο ξένος εμφανίστηκε.Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω απο το σπίτι. "Στάσου" του φώναξε" ο παράξενος κύριος γύρισε προς το μέρος του άντρα χαμογελώντας. Ποιος είσαι" τον ρώτησε . Ο παράξενος ξένος δεν μίλησε....Γύρισε το βλέμμα του και συνέχισε να προχωράει. Ο άντρας τον ακολούθησε.Ο ξένος προχωρούσε ακούραστος ώσπου ο άντρας σταμάτησε. "Μα ποιος στο διάβολο είναι;" μονολόγησε λαχανιασμένος.Ο καιρός περνούσε κι ο άντρας δεν μπόρεσε να λύσει τις απορίες του ποτέ.Ενα απόγευμα, μεγάλος πια καθόταν στην αυλή και κοιτούσε προς την πόρτα.Είδε τον παράξενο κύριο να έρχεται, οχι για να περάσει απ'έξω και να συνεχίσει την πορεία του,μα αυτή την φορά ερχόταν προς το μέρος του. Άνοιξε τον σύρτη της μικρής καγκελόπορτας,Μπήκε μέσα και διέσχισε την αυλή ώσπου έφτασε πια πρόσωπο με πρόσωπο με το μικρό αγόρι,που έγινε νεαρός κι αργότερα άντρας και τώρα πιο μεγάλος ακόμα,με ζαρωμένα μάγουλα. Χαμογέλασε στον ζαρωμένο άντρα και του είπε"Γέρασες". "Εσύ καθόλου.Ποιος στο διάβολο είσαι;" είπε ο άντρας.Ο παράξενος ξένος απάντησε.."Περνάω μπροστά από όλους τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.Δεν με βλέπουν όλοι παρά μόνο όσοι επιλέγουν να με δουν.Όπως εσύ. Από πολύ νωρίς ασχολιόσουν μόνο με το να με βλέπεις να περνάω κι αυτό σε στοίχειωσε.
Το ξέρεις οτι αν δεν σε στοίχειωνε η παρουσία μου θα ήσουν αλλιώς τώρα;Δεν ξέρω πώς,μα αλλιώς.Κι ακόμα όσες φορές με ακολούθησες να δεις που πάω,εγώ συνέχιζα ενώ εσύ κουραζόσουν. Όπως έχεις κουραστεί και τώρα.Είμαι ο Χρόνος.Ήρθα να σου πω πως δεν θα ξαναπεράσω για σένα.Δεν θα με ξαναδείς...."


Στον Α.

Υ.Γ. "Γέρε άνθρωπε φύγε τώρα πάει η δική σου η σειρά...." 
"Ποιος εγώ....αποκλείεται."
"Ναι,καλά..."

Καληνύχτα.


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Το άσχημο κοχύλι

Μια μέρα πριν αρκετές, σε μια όμορφη παραλία απολάμβανε το μπάνιο της μια οικογένεια παρέα με φίλους.Το κοριτσάκι της οικογένειας (ναι είχανε μια κόρη,μπουμπούκι!), αφού έπαιξε με τα άλλα παιδιά (που υπήρχαν εκεί) μέσα στο νερό και αφού αργότερα βγήκε κι άφαγε το σάντουιτς που της είχε φτιάξει η μητέρα απο το σπίτι, είπε "μαμά μπορώ να πάω να μαζέψω κοχύλια;"Η μητέρα της της το επέτρεψε τονίζοντας της μόνο πως δεν πρέπει να απομακρυνθεί πολύ.Η μικρή απολάμβανε την άμμο,τον ήλιο που έπεφτε σιγά σιγά,τον ήχο απο τα κύματα όταν είδε το πρώτο της κοχύλι. Το πήρε και το έκλεισε στην χούφτα της ενθουσιασμένη. Μετά είδε κι άλλο κι αργότερα κι άλλο.Σιγά σιγά είχε γεμίσει την χούφτα της μικρά όμορφα κοχύλια.Τα πήγε στην μαμά της χαρούμενη να της τα δείξει. "Κοίτα μαμά πόσα όμορφα κοχύλια μάζεψα.Να τα πάρω σπίτι;" "Να τα πάρεις." της απάντησε η μαμά της,δίνοντας της το σακουλάκι απο το σάντουιτς για να βάλει μέσα.Ανάμεσα στα κοχύλια υπήρχε κι ένα θαμπό χωρίς σχέδια και ανάγλυφες γραμμές όπως τα άλλα.Η μικρή το είδε και είπε "αυτό θα το μάζεψα καταλάθος. Δεν μ'αρέσει,θα το πετάξουμε πάλι.""Γιατί δεν σ'αρέσει;" την ρώτησε η μαμά της."Δεν το βλέπεις;Δεν είναι σαν τα άλλα.Είναι άσχημο." Η μητέρα χαμογέλασε.."κι αν αυτό δεν θέλει να αποχωριστεί τους φίλους του;Θα το χωρίσεις εσύ επειδή είναι άσχημο;" "Έλα μαμά", είπε η μικρή.."τα κοχύλια δεν έχουν φίλους" "Και εσύ πώς το ξέρεις;" ρώτησε η μητέρα. "Αφού δεν έχουν ψυχή."Η μαμά,κάνοντας πως πετάει το κοχύλι,το έβαλε στην τσάντα της και χαμογελώντας έκλεισε την κουβέντα....Μόλις γύρισαν στο σπίτι, η μικρή έβγαλε το σακουλάκι με τα κοχύλια της και το άδειασε στον νιπτήρα για να τα περιποιηθεί.Τα ξέπλυνε απο την άμμο και τα έβαλε σε ένα πλαστικό δισκάκι να στεγνώσουν. Όταν πήγε για ύπνο,η μαμά της έβγαλε το άσχημο κοχύλι απο την τσάντα της.Το ξέπλυνε και το σκούπισε καλά. Πήρε πρόχειρα 2-3 βερνίκια νυχιών και έκανε πάνω στο κοχύλι διάφορα μικροσκοπικά πανέμορφα σχέδια.Το πέρασε με διαφανές βερνίκι και το άφησε να στεγνώσει.Τώρα το κοχύλι ήταν το πιο όμορφο και το πιο γυαλιστερό απο όλα.Το έβαλε στο πλαστικό δισκάκι με τα υπόλοιπα και πήγε για ύπνο.Την άλλη μέρα η μικρή πήγε κατευθείαν μόλις ξύπνησε να δει τα κοχύλια της. Μόλις είδε το κοχύλι που έβαψε η μαμά της ενθουσιάστηκε. Το πήρε και το πήγε να της το δείξει."Κοίτα μαμά πως έγινε αυτό.." "Α, το άσχημο κοχύλι.." είπε η μητέρα χαμογελώντας και το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση χαράς και ενθουσιασμού.Η μικρή το κοίταξε απορημένη καλά.Δεν της θύμιζε σε τίποτα εκείνο το κοχύλι που δεν της άρεσε καθόλου. "Και πώς έγινε αυτό μαμά;Εσύ το έκανες;" "Ναι μικρή μου,εγώ το έκανα." "Μα πώς;" ρώτησε η μικρή. "Δίνοντας του λίγο απο την ψυχή μου....."είπε η μητέρα χαμογελώντας και άρχισε να ετοιμάζει πρωινό...Η μικρή δεν κατάλαβε τι εννοούσε η μαμά της.Μια μέρα όμως θα καταλάβαινε...


Υ.Γ. "Λίγο χρώμα και λίγο ψυχή παρακαλώ"
"Είναι λίγο παραπάνω να το αφήσω;"
"Άστο.Θα κεράσω."

Καληνύχτα.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Το τίμημα των δακρύων

Μια φορά κι έναν καιρό λίγο έξω απο  ένα γραφικό χωριό- ζούσε μια νεαρή κοπέλα με χρυσαφένια μαλλιά. Η ομορφιά της ήτανε περίσσια και ο θαυμασμός που προκαλούσε σε όποιον την έβλεπε, μεγάλος.. Κανένας απο το χωριό δεν ήξερε απο που είχε έρθει αυτή η κοπέλα μα όλοι χαίρονταν να την βλέπουν,να της μιλούν και να χαζεύουν τα ωραία χρυσαφένια της μαλλιά.Εκτός απο μερικές γυναίκες που την ζήλευαν (ξέρεις αυτές οι κακάσχημες κυράτσες του χωριού). Αυτές που δεν την έφταναν ούτε στο μικρό της δακτυλάκι.Κάποιο μαγικό μυστικό κουβαλούσε όμως αυτή η κοπέλα. Οι πολλοί έλεγαν πως το ένιωθαν αυτό στην αύρα της, όταν την πλησίαζαν. Κάποια μέρα ένας νεαρός πέρασε απο το σπίτι της να πάει παρακάτω στην λίμνη,να καθίσει και να χαζέψει τα ήρεμα νερά της.
Η κοπέλα τον άκουσε,καθώς ο νεαρός άφησε τρεις μεγάλους αναστεναγμούς ,τους οποίους ο άνεμος πήγε στα αυτιά της. Έφτασε το παλικάρι στην λίμνη,έκατσε σε μια πέτρα κι άρχισε να χαζεύει τα ονειρεμένα της νερά.Πριν το καταλάβει έκλαιγε κιόλας με λυγμούς. Ένα χέρι τον ακούμπησε στον ώμο και όταν γύρισε δεν πίστευε στα μάτια του. Τον κοίταζε με τα πανέμορφα μάτια της γεμάτα κατανόηση και γαλήνη, καθώς η ομορφιά της τον έκανε να χάνει τα λόγια του. "Τι σου συμβαίνει;" τον ρώτησε. Εκείνος -νιώθοντας και λίγο ντροπή (ξέρεις τώρα,οι άντρες δεν κλαίνε και τέτοια) απάντησε "ο πατέρας μου δεν με θέλει να δουλεύω μαζί του γιατί λέει πως είμαι άχρηστος και δεν του κάμω για βοηθός". "Αυτό σε πονά πολύ;" τον ρώτησε πάλι με πολύ γλυκιά φωνή..."Αυτό με κάνει να θέλω συνέχεια να κλαίω"της είπε.."Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα μείνει μυστικό που θα πάρεις στον τάφο σου.Θα σε κάνω να μην υποφέρεις.Με ένα μόνο τίμημα. Αρκεί να μου δώσεις τα δάκρυα που κλαις τώρα". "Αυτό μόνο;Να στα δώσω.Δε με νοιάζει το τίμημα,φτάνει να μην πονώ στα μέσα μου".Ο νεαρός χωρικός σκούπισε με τις παλάμες του τα δάκρυα απο το πρόσωπό του και στην συνέχεια χάιδεψε τα μαλλιά της,όπως εκείνη του πρόσταξε..Αυτά αμέσως έλαμψαν και ο ίδιος με έναν μαγικό τρόπο ένιωσε ανακουφισμένος και χωρίς τίποτα να του βαραίνει την καρδιά. "Και ποιο είναι το τίμημα;" ρώτησε την κοπέλα με τουπέ αφού δεν ένιωθε πια σαν ανυπεράσπιστο κουταβάκι και είχε ήδη πάρει τα πάνω του.."Πήρα τα δάκρυα σου του είπε.Όλα.Και τα τωρινά και τα μελλούμενα"."Χαλάλι σου" της είπε και ξεκίνησε για το χωριό χαρούμενος πια και χωρίς καημό.Λίγες μέρες αργότερα άλλον αναστεναγμό έφερε ο άνεμος στα αυτιά της κοπέλας. Βγήκε απο το σπίτι της και προχώρησε μερικά βήματα.Είδε μία νεαρή γυναίκα να κάθεται κάτω απο ένα δέντρο και να σπαράζει στο κλάμα...Την πλησίασε και με την ήρεμη φωνή της ρώτησε την γυναίκα τι συμβαίνει."Ο΄αγαπημένος μου πατέρας αρρώστησε βαριά.Ο γιατρός είπε πως θα τον χάσουμε. Και εγώ είμαι έγκυος στο πρώτο του εγγόνι. Ήρθα εδώ για να μη με δουν να κλαίω αλλά δεν ξέρω πώς θα το αντέξω όλο αυτό."
"Εγώ θα σε βοηθήσω" και είπε και στην γυναίκα όσα είχε πει και στον νεαρό χωρικό. Η γυναίκα τα άκουγε όλα αυτά και δεν πίστευε οτι της συνέβαινε κάτι τέτοιο. "Και ποιο είναι το τίμημα;"ρώτησε.
."Θα πάρω τα δάκρυα σου της είπε.Όλα.Και τα τωρινά και τα μελλούμενα".Η γυναίκα τότε ρώτησε "και της χαράς τα δάκρυα;"  "Όλα" είπε η κοπέλα. Η γυναίκα σηκώθηκε κι έκανε να φύγει." Αν φύγεις τώρα δεν θα έχεις ξανά την ευκαιρία να σε βοηθήσω.Και θα ζεις τον κάθε σου καημό.Θα περάσεις την οδύνη του χαμού και θα βιώνεις για πολύ καιρό τον πόνο και την θλίψη της απώλειας".της είπε η κοπέλα. Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος της και της είπε.."αν σου δώσω τώρα τα δάκρυα μου τι θα μου μείνει? Αν πάρεις την θλίψη μου πώς θα θυμάμαι τον πατέρα μου και πώς θα φυλάξω όλα όσα με δίδαξε.Αν πάρεις όλα τα μελλούμενα δάκρυα μου, τι χαρά θα νιώσω όταν γεννήσω το παιδί μου; "
Έφυγε απο κει για να γυρίσει στο σπίτι των γονιών της κι ας έκλαιγε....Δεν την ένοιαζε πια το πώς θα το αντέξει. Ήξερε πως θα το κάνει...



Υ.Γ.Οτι αισθάνομαι είναι δικό ΜΟΥ. Γκέγκε κοριτσάκι με την μαλλούρα?Δε θα έδινα έτσι εύκολα τις λύπες μου,ούτε τις χαρές μου.Με έκαναν αυτό που είμαι...Ευτυχώς είσαι σε παραμύθι.
Καλημέρα σας!