Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Ο Γκρι Άνθρωπος

   
Τετάρτη πρωί...Ξύπνησα..Τετάρτη του καλοκαιριού.
Μια απο τις πολλές.Σχεδίασα πρόχειρα το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό μου και άρχισα να ετοιμάζομαι.Τις τελευταίες μέρες οι πρωινές βόλτες στην πόλη, έχουν γίνει αγαπημένες μου. Μερικά λεπτά μετά το ξύπνημά μου, ήμουν κιόλας έξω απο το σπίτι.Περπάτησα ως την στάση. Απο εκεί θα έπαιρνα το λεωφορείο με τον αριθμό δώδεκα, για να κατέβω δεκαέξι στάσεις μετά, στην πλατεία Αριστοτέλους.Όπως και έγινε.Ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο στο αστικό κι έτσι βρήκα να κάτσω.Ήμασταν περίπου δέκα άνθρωποι εκεί μέσα.Έκατσα στα πίσω καθίσματα στην αριστερή μεριά του λεωφορείου.Μ'αρέσει να κάθομαι προς το τέλος για να παρατηρώ τον κόσμο που ανεβαίνει.Στην τσάντα μου είχα νερό.Έβγαλα και ήπια.Όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά.Μάλλον το κλιματιστικό δε δούλευε. Ή ο οδηγός δεν ήθελε να το κάνει να δουλέψει.Μπορεί να είναι απο κείνους που μισούν τα κλιματιστικά, γιατί τα θεωρούν επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία.Η διπλανή θέση απο 'μένα ήταν άδεια.Ξεκινήσαμε για το κέντρο.Λίγα λεπτά αργότερα ήμασταν σταματημένοι στο φανάρι της οδού Βοσπόρου, όπου η μισή πλευρά του λεωφορείου βρισκόταν στην σκιά και η άλλη μισή στον ήλιο.Έβγαλα ξανά το νερό και ήπια όταν για λίγα δευτερόλεπτα και χωρίς να κοιτάξω, ένιωσα πως κάποιος κάθισε δίπλα μου.Έριξα ένα βλέμμα στην διπλανή μου θέση.Δεν ήταν κανείς.Αφήναμε τις στάσεις μία μία πίσω μας και το λεωφορείο γέμιζε απο κόσμο σαν να ήταν μυρμήγκια που έτρεχαν για ένα ψίχουλο όλα μαζί.Είχαμε πια φτάσει στην λεωφόρο Στρατού και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη.Δεν είχα πια την άνετη με θέα θέση μου,γιατί προφανώς η γιαγιά που την απολάμβανε πλέον,την χρειαζόταν περισσότερο.Ήμασταν κολημένοι ο ένας πάνω στον άλλον.Ο καθένας μας σκεφτόταν την στάση του.Έτσι νομίζω δηλαδή.Τουλάχιστον εγώ αυτό σκεφτόμουν.Δεν ήμουν σίγουρη όμως οτι θα αντέξω ως την πλατεία Αριστοτέλους, μια τόσο στενή επαφή με τους υπόλοιπους επιβάτες, σε αυτό το τόσο ζεστό λεωφορείο.Ούτε το μπουκαλάκι με το νερό απο την τσάντα μου δεν μπορούσα να βγάλω πλέον.Έτσι, πολύ εύκολα αποφάσισα να κατέβω στην Χ.Α.Ν.Θ. Και να περπατήσω.Τουλάχιστον έξω απο το λεωφορείο, είχε περισσότερο οξυγόνο.Κατέβηκα απο το λεωφορείο και έβγαλα αμέσως το μπουκαλάκι μου με το νερό.Το ήπια όλο.Δεν πρόλαβα να κάνω δύο βήματα κι ένιωσα κάποιος να με ακουμπάει με τον ώμο του στην πλάτη.Σαν κάποιος να μη με είδε κι έπεσε πάνω μου.Γύρισα αμέσως.Δεν ήταν κανείς.Προχώρησα.Λίγα λεπτά και κάμποσα βήματα αργότερα, σταμάτησα να αγοράσω νερό.Το απαιτούσε η ζέστη.Αγόρασα το νερό κι απομακρύνθηκα απο το περίπτερο. Σταμάτησα για λίγο μπροστά απο μία βιτρίνα για να χαζέψω τα χειροποίητα βραχιολάκια που λανσάριζε.Ένιωσα πάλι πως κάποιος ήταν δίπλα μου.Μόνο που αυτήν την φορά αισθανόμουν την παρουσία του πολύ έντονα.Σχεδόν με άγγιζε.Γύρισα για να βεβαιωθώ πως δεν ήταν η ιδέα μου και πράγματι είδα οτι κάποιος στεκόταν πολύ κοντά σε μένα.Έμεινα λίγα δευτερόλεπτα με το κεφάλι γυρισμένο στο μέρος του προσπαθώντας να καταλάβω γιατί εκείνος χάζευε την ίδια βιτρίνα που χάζευα κι εγώ.Δεν γύρισε να με κοιτάξει ούτε μια στιγμή.Βρώμαγε καυσαέριο και το σώμα του ήταν φτιαγμένο απο τσιμέντο.Ένας γκρι τσιμεντένιος άνθρωπος.Έκλεισα τα μάτια και τα άνοιξα ξανά.Δεν ήταν εκεί.Έκανα στροφή να φύγω.Έφτιαξα ένα πλάνο στο μυαλό μου για την διαδρομή του περιπάτου μου.Θα ανέβαινα την πλατεία Ναυαρίνου ως την Εγνατία, θα περπατούσα αριστερά χαζεύοντας βιτρίνες ως την πλατεία Αριστοτέλους την οποία και θα διέσχιζα ως την παραλία απ'όπου θα περπάταγα ως τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου.Στάθηκα αρκετή ώρα στην Ναυαρίνου.Χάζεψα φθηνά βιβλία ώσπου στο τέλος αγόρασα ένα.Θα το διάβαζα αργότερα κάτω απο τις ομπρέλες πίνοντας παγωμένο τσάι που θα έπαιρνα απο κάποιο περίπτερο.Διάλεξα μία σειρά διηγημάτων με τίτλο <<Δυο στάλες ουρανός στην πόλη>>.Το έβαλα στην τσάντα και συνέχισα.Έστριψα αριστερά στην Εγνατία και πήγαινα προς την Αριστοτέλους.Κοίταζα τις βιτρίνες,παρατηρούσα τους ανθρώπους ,τρόμαζα στις κόρνες και γυρνούσα όταν κάποιοι φώναζαν ή μιλούσαν πολύ δυνατά.Ο ήλιος έπεφτε στην απέναντι μεριά του δρόμου και η βαβούρα χόρευε με το οξυγόνο που -ευτυχώς- έφτανε για όλους.Τα αυτοκίνητα πολλά και χρωματιστά.Έκαναν φασαρία και την ημέρα ακόμα πιο ζεστή.Στην διαδρομή αυτήν προς την πλατεία, ήξερα πως εκείνος ο γκρι άνθρωπος ήταν εκεί κοντά.Τον ένιωθα.Τον έβλεπα.Άλλες στιγμές με πλησίαζε αρκετά -ώστε το καυσαέριο που έβγαινε απο κάθε του ανάσα να μου γίνεται ενοχλητικό- και άλλες στιγμές ήταν πιο πέρα.Αλλά πάντα με ακολουθούσε.Έφτασα στην πλατεία Αριστοτέλους.Έκατσα σε ένα παγκάκι για να ξεκουραστώ λίγο.Ένας μουσικός του δρόμου είχε κάνει συμφωνία με το βιολί του να ξεκουράσουν την πλατεία.Ήπια νερό κι έβγαλα απο την τσάντα μου το βιβλίο που αγόρασα.Είδα για λίγο το εξώφυλλο.Έδειχνε μία κορνίζα στον τοίχο κάποιου σαλονιού.Η κορνίζα έδειχνε έναν ουρανό.Ένας πανέμορφος καταγάλανος ουρανός με λίγες άσπρες πινελιές σαν χαριτωμένα ανοιξιάτικα σύννεφα.Σκέφτηκα να μην το ανοίξω τώρα παρά αργότερα.Στις ομπρέλες.Το έβαλα ξανά στην τσάντα και κοίταξα τον μουσικό που με κλειστά μάτια ερωτοτροπούσε με τις πανέμορφες μουσικές του.Το βιολί του έμοιαζε να είναι ο καλύτερός του φίλος.Παρατήρησα τα δέντρα στην πλατεία καθώς και τα αδέσποτα σκυλιά που είχαν μαζευτεί εκεί γύρω.Έμοιαζαν να απολαμβάνουν την μουσική.Παρατήρησα και τους ανθρώπους.Βιαζόντουσαν οι περισσότεροι.Λίγοι διάλεγαν να ξαποστάσουν ακούγοντας τον βιολιστή.Παρατήρησα και το επόμενο παγκάκι.Καθόταν αυτός ο γκρι, τσιμεντένιος άνθρωπος που ένιωθα πως σιγά σιγά άρχιζε να στοιχιώνει την βόλτα μου.Κοιτούσε προς τον μουσικό.Προς το δικό μου μέρος δεν κοίταξε ούτε μια στιγμή.Για κάποιο λόγο αυτό το τσιμεντένιο πλάσμα με ακολουθούσε.Η μουσική απόλαυση και ο χορός των δέντρων σταμάτησαν απότομα,όναν κάποιος λαχειοπώλης αποφάσισε πως πρέπει να λύσει δυνατά την διαφωνία που είχε με έναν πλανώδιο μικροπωλητή.Οι κόρνες των αυτοκινήτων άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν και κατάλαβα πως η μαγευτική παραμονή μου στην πλατεία Αριστοτέλους,έλαβε τέλος.Είχε έρθει η ώρα να κατέβω προς την παραλία.Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω προς τα κει.Στην παραλία τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά και όχι. Εξαρτάται απο ποια μεριά του δρόμου θα βρισκόσουν.Η μια πλευρά είχε γιορτή απο κόσμο που γέμιζαν τις καφετέριες ,απολαμβάνοντας ροφήματα,παρέες και βαβούρα.Η άλλη πλευρά του δρόμου,σε άφηνε να απολαύσεις όση θάλασσα και όσο ουρανό άντεχαν τα μάτια σου, Οι δύο αυτές πλευρές του δρόμου χωρίζονταν με μία διπλή φασαριόζικη λωρίδα αυτοκινήτων, που δεν την έκοβες εύκολα για να διασχίσεις τον δρόμο.Μου πήρε λίγα λεπτά αλλά κατάφερα τελικά και πέρασα στην πλευρά της θάλασσας και του ουρανού.Ήμουν πια στην μεριά όπου πεζοί και ποδηλάτες είχαν όλοι τον ίδιο σκοπό.Να μην κοιτάξουν ούτε μία φορά την απέναντι πλευρά του δρόμου.Φτάνοντας στον λευκό πύργο συνειδητοποίησα πως το τσιμεντένιο πλάσμα συνεχίζει να με ακολουθεί.Όποτε γύριζα προς το μέρος του,εκείνος κοιτούσε κάπου αλλού.Ούτε μία στιγμή δεν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας.Ελάττωσα το βήμα μου για να τον αφήσω να με φτάσει περισσότερο.Ήθελα να τον ρωτήσω ποιος είναι,τι θέλει και γιατί με ακολουθεί συνεχώς.Ένιωσα την παρουσία του δίπλα μου.Κι αυτό το άρωμα που άφηνε δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο.Καυσαέριο.Πώς γίνεται να βλέπω ουρανό και θάλασσα και να μυρίζει δίπλα μου καυσαέριο;Είχε αρχίσει να με ενοχλεί που είναι συνέχεια κοντά μου,που ήταν φτιαγμένος απο τσιμέντο και που βρώμαγε σαν είκοσι αυτοκίνητα μαζί.Μετά απο αρκετή ώρα περπάτημα έφτασα επιτέλους στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου.Έκατσα κάτω,έβγαλα τα γυαλιά ηλίου και φόρεσα το καπέλο που είχα μέσα στην τσάντα μου.Έβγαλα το βιβλίο,το ακούμπησα δίπλα μου και ήπια νερό.Μετά είδα τον γκρι άνθρωπο να κάθεται παραδίπλα.Ακριβώς όπως καθόμουν εγώ.Πήρα το βιβλίο μου,την τσάντα μου και σηκώθηκα σαστισμένη.Πήγα προς το μέρος του και έκατσα ακριβώς δίπλα του.Δεν αντέδρασε.Κοίταξα για λίγο μπροστά και γύρισα προς αυτόν. “Ποιος είσαι;Γιατί με ακολουθείς;” τον ρώτησα. “Εσύ ,ποια είσαι;”με ρώτησε κι εκείνος γυρνώντας το βλέμμα του προς τα μένα.Δεν απάντησα.Κοίταζα τα μάτια του.Ήταν καταγάλανα σαν τον ουρανό.Σαν να φτιάχτηκαν απο το ίδιο χρώμα,απο το ίδιο χέρι.”Δεν σε ακολουθώ” μου είπε.Γύρισε προς την θάλασσα και μετά με ξανακοίταξε.Αυτήν την φορά τα μάτια του είχαν είχα το χρώμα της θάλασσας.Έπειτα κοίταξε κάτω και τα μάτια του έγιναν καφέ,απο το χρώμα του ξύλου.”Τα μάτια σου μπορούν κι αλλάζουν χρώμα.Ποιος είσαι επιτέλους;” τον ρώτησα ξανά. “Όλων των ανθρώπων τα μάτια αλλάζουνε”είπε κοιτώντας πάλι προς την θάλασσα. Σηκώθηκε και έκανε να φύγει.Γύρισε τελευταία φορά προς εμένα και μου είπε σιγανά”εκείνο που κοιτάμε,εκείνο ορίζει το χρώμα των ματιών μας..”Έφυγε.”Επιτέλους,” σκέφτηκα.Έφυγε το τσιμέντο.Έπιασα το βιβλίο μου ξανά.Άρχισα να το διαβάζω γυρνώντας πότε πότε στο εξώφυλλο.Έβλεπα τον ουρανό στην κορνίζα κι έπειτα σήκωνα το βλέμμα μου στον αληθινό ουρανό που απλωνόταν απέραντος μπροστά μου.Χωρίς να σχηματίζεται γύρω του καμία κορνίζα απο τσιμεντένιες πολυκατοικίες.Αφέθηκα σε αυτό που έβλεπα και σε αυτό που διάβαζα αρκετή ώρα,τόσο που δεν θυμήθηκα οτι ξέχασα να αγοράσω τσάι...

ΥΓ Ευχαριστώ .
(Το διήγημα αυτό διακρίθηκε στον διαγωνισμό διηγημάτων “Θεσσαλονίκη: Απίθανες Ιστορίες της Πόλης μας” που διοργάνωσαν από κοινού οι Εκδόσεις iWrite (www.iwrite.gr) με την ομάδα της ιστοσελίδας www.impossible.gr. Ηταν ένα απο τα 40 που έγιναν βιβλίο.Μία υπέροχη συλλογή απο πολλούς νέους συγγραφείς.Τιμή μου που με βάλαν στην παρέα τους. )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου