Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Γραφείο ευρέσεως

    Δανείστηκα τις λέξεις απο την εποχή που ζω, τις πράξεις απο τους εποχιακούς πρωταγωνιστές της αλλοπρόσαλλης μεγένθυνσης ενός κακού μοτίβου συνύπαρξης και πρόσθεσα την λόξα που απο πάντοτε κουνούσε λευκή σημαία ανακωχής στον ανεγκέφαλο δεύτερο εαυτό μου....Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω θα διαβάσετε παρακάτω...όσοι το διαβάσετε.... Και για την ιστορία,  να σας πω πως η λευκή σημαία δεν πιάνει πάντα τόπο....ξέρεις τι είναι ο ένας εαυτός να έρχεται ειρηνικά κι ο άλλος να πυροβολεί..; Άλλη κουβέντα αυτό..άλλη ιστορία.....

  Γραφείο ευρέσεως...έγραφε η ταμπέλα.Στον πρώτο όροφο..Είχε πέραση. Ήταν ενα μαγικό γραφείο που σε αυτό δούλευαν άνθρωποι με  μαγικές ικανότητες.Όποιος ήθελε πήγαινε και ζήταγε να του βρουν ό,τι αυτός ήθελε...Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις ουδεμία σχέση με τον άγιο Φανούριο....Δεν είχε να κάνει με υλικες χασούρες αλλά με πνευματικές...(ας μου επιτραπει ο όρος) .....άλλος λοιπόν πήγαινε να βρει την χαμένη του αθωότητα...αλλος πήγαινε να βρει την χαμένη του ελπίδα και πάει λέγοντας....
Ωσπου ένα πρωί εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου ένας διστακτικός μεσήλικας.
Ο υπάλληλος τον πήρε χαμπάρι με την άκρη του ματιου του και χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει αποκλειστκά, του είπε να περάσει μέσα...Ο μεσήλικας κύριος μαγκωμένος σαν άγκυρα που σκάλωσε... ( βαρύς και σκουριασμένος...) δεν είχε παρά να περάσει και να ζητήσει αυτό που ήθελε...."Λοιπόν....τι σας φέρνει στο γραφείο ευρέσεως μας;" Τον ρώτησε ο υπάλληλος με τις μαγικές ικανότητες... "Ακουσα πως κάνετε μαγικά και βοηθάτε κόσμο....." "Ναι κύριε..ακριβώς αυτό κάνουμε...λοιπόν..χάσατε καμία ελπίδα ή μήπως την συνείδησή σας;Ό,τι κι αν είναι μπορούμε να σας το βρούμε...αρκεί να ανήκει στην πνευματόσφαιρα του σύμπαντος και να μην είναι τίποτα υλικό....όπως για παράδειγμα χρήματα ή χρυσός...." "Ξέρετε εγώ.....θα ήθελα να.....βρω την γαλήνη μου...Να μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος..." είπε χαμηλόφωνα ο κύριος ο μεσήλικας ο πολύ συνειδητοποιημένος .......Ξαφνικά, όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο μαγικό γραφείο ευρέσεως ξέσπασαν σε γέλια..τοσο δυνατα γέλια που τρανταχτηκε ολόκληρη η πνευματόσφαιρα....... "Μα κύριε..αυτό δεν γίνεται" του είπε ο υπάλληλος προσπαθώντας να μαζέψει μερικά ξέμπαρκα γελάκια που δεν είχαν κάνει τον κύκλο τους ακόμα..... "Μα αφού είστε μαγικό γραφείο" είπε ο κύριος ο μεσήλικας ο πολύ συνειδητοποιημένος ..... "Κύριε ...του αποκρίθηκε ο μαγικος υπάλληλος...δεν γίνεται να σας βρουμε την χαμενη σας γαληνη..όχι όσο υπάρχουν ανθρωποι που...δεν κάνουν μαγικά....."Ο μεσήλικας εφυγε...εφτασε στο σπίτι του.... έβγαλε τα παπουτσια του και ξαπλωσε στον καναπε απογοητευμενος.....Την άλλη φορά θα ζητήσει κάτι πιο εύκολο..μια χαμένη ελπίδα ας πούμε...!



Καληνύχτα.


Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Ο Γκρι Άνθρωπος

   
Τετάρτη πρωί...Ξύπνησα..Τετάρτη του καλοκαιριού.
Μια απο τις πολλές.Σχεδίασα πρόχειρα το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό μου και άρχισα να ετοιμάζομαι.Τις τελευταίες μέρες οι πρωινές βόλτες στην πόλη, έχουν γίνει αγαπημένες μου. Μερικά λεπτά μετά το ξύπνημά μου, ήμουν κιόλας έξω απο το σπίτι.Περπάτησα ως την στάση. Απο εκεί θα έπαιρνα το λεωφορείο με τον αριθμό δώδεκα, για να κατέβω δεκαέξι στάσεις μετά, στην πλατεία Αριστοτέλους.Όπως και έγινε.Ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο στο αστικό κι έτσι βρήκα να κάτσω.Ήμασταν περίπου δέκα άνθρωποι εκεί μέσα.Έκατσα στα πίσω καθίσματα στην αριστερή μεριά του λεωφορείου.Μ'αρέσει να κάθομαι προς το τέλος για να παρατηρώ τον κόσμο που ανεβαίνει.Στην τσάντα μου είχα νερό.Έβγαλα και ήπια.Όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά.Μάλλον το κλιματιστικό δε δούλευε. Ή ο οδηγός δεν ήθελε να το κάνει να δουλέψει.Μπορεί να είναι απο κείνους που μισούν τα κλιματιστικά, γιατί τα θεωρούν επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία.Η διπλανή θέση απο 'μένα ήταν άδεια.Ξεκινήσαμε για το κέντρο.Λίγα λεπτά αργότερα ήμασταν σταματημένοι στο φανάρι της οδού Βοσπόρου, όπου η μισή πλευρά του λεωφορείου βρισκόταν στην σκιά και η άλλη μισή στον ήλιο.Έβγαλα ξανά το νερό και ήπια όταν για λίγα δευτερόλεπτα και χωρίς να κοιτάξω, ένιωσα πως κάποιος κάθισε δίπλα μου.Έριξα ένα βλέμμα στην διπλανή μου θέση.Δεν ήταν κανείς.Αφήναμε τις στάσεις μία μία πίσω μας και το λεωφορείο γέμιζε απο κόσμο σαν να ήταν μυρμήγκια που έτρεχαν για ένα ψίχουλο όλα μαζί.Είχαμε πια φτάσει στην λεωφόρο Στρατού και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη.Δεν είχα πια την άνετη με θέα θέση μου,γιατί προφανώς η γιαγιά που την απολάμβανε πλέον,την χρειαζόταν περισσότερο.Ήμασταν κολημένοι ο ένας πάνω στον άλλον.Ο καθένας μας σκεφτόταν την στάση του.Έτσι νομίζω δηλαδή.Τουλάχιστον εγώ αυτό σκεφτόμουν.Δεν ήμουν σίγουρη όμως οτι θα αντέξω ως την πλατεία Αριστοτέλους, μια τόσο στενή επαφή με τους υπόλοιπους επιβάτες, σε αυτό το τόσο ζεστό λεωφορείο.Ούτε το μπουκαλάκι με το νερό απο την τσάντα μου δεν μπορούσα να βγάλω πλέον.Έτσι, πολύ εύκολα αποφάσισα να κατέβω στην Χ.Α.Ν.Θ. Και να περπατήσω.Τουλάχιστον έξω απο το λεωφορείο, είχε περισσότερο οξυγόνο.Κατέβηκα απο το λεωφορείο και έβγαλα αμέσως το μπουκαλάκι μου με το νερό.Το ήπια όλο.Δεν πρόλαβα να κάνω δύο βήματα κι ένιωσα κάποιος να με ακουμπάει με τον ώμο του στην πλάτη.Σαν κάποιος να μη με είδε κι έπεσε πάνω μου.Γύρισα αμέσως.Δεν ήταν κανείς.Προχώρησα.Λίγα λεπτά και κάμποσα βήματα αργότερα, σταμάτησα να αγοράσω νερό.Το απαιτούσε η ζέστη.Αγόρασα το νερό κι απομακρύνθηκα απο το περίπτερο. Σταμάτησα για λίγο μπροστά απο μία βιτρίνα για να χαζέψω τα χειροποίητα βραχιολάκια που λανσάριζε.Ένιωσα πάλι πως κάποιος ήταν δίπλα μου.Μόνο που αυτήν την φορά αισθανόμουν την παρουσία του πολύ έντονα.Σχεδόν με άγγιζε.Γύρισα για να βεβαιωθώ πως δεν ήταν η ιδέα μου και πράγματι είδα οτι κάποιος στεκόταν πολύ κοντά σε μένα.Έμεινα λίγα δευτερόλεπτα με το κεφάλι γυρισμένο στο μέρος του προσπαθώντας να καταλάβω γιατί εκείνος χάζευε την ίδια βιτρίνα που χάζευα κι εγώ.Δεν γύρισε να με κοιτάξει ούτε μια στιγμή.Βρώμαγε καυσαέριο και το σώμα του ήταν φτιαγμένο απο τσιμέντο.Ένας γκρι τσιμεντένιος άνθρωπος.Έκλεισα τα μάτια και τα άνοιξα ξανά.Δεν ήταν εκεί.Έκανα στροφή να φύγω.Έφτιαξα ένα πλάνο στο μυαλό μου για την διαδρομή του περιπάτου μου.Θα ανέβαινα την πλατεία Ναυαρίνου ως την Εγνατία, θα περπατούσα αριστερά χαζεύοντας βιτρίνες ως την πλατεία Αριστοτέλους την οποία και θα διέσχιζα ως την παραλία απ'όπου θα περπάταγα ως τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου.Στάθηκα αρκετή ώρα στην Ναυαρίνου.Χάζεψα φθηνά βιβλία ώσπου στο τέλος αγόρασα ένα.Θα το διάβαζα αργότερα κάτω απο τις ομπρέλες πίνοντας παγωμένο τσάι που θα έπαιρνα απο κάποιο περίπτερο.Διάλεξα μία σειρά διηγημάτων με τίτλο <<Δυο στάλες ουρανός στην πόλη>>.Το έβαλα στην τσάντα και συνέχισα.Έστριψα αριστερά στην Εγνατία και πήγαινα προς την Αριστοτέλους.Κοίταζα τις βιτρίνες,παρατηρούσα τους ανθρώπους ,τρόμαζα στις κόρνες και γυρνούσα όταν κάποιοι φώναζαν ή μιλούσαν πολύ δυνατά.Ο ήλιος έπεφτε στην απέναντι μεριά του δρόμου και η βαβούρα χόρευε με το οξυγόνο που -ευτυχώς- έφτανε για όλους.Τα αυτοκίνητα πολλά και χρωματιστά.Έκαναν φασαρία και την ημέρα ακόμα πιο ζεστή.Στην διαδρομή αυτήν προς την πλατεία, ήξερα πως εκείνος ο γκρι άνθρωπος ήταν εκεί κοντά.Τον ένιωθα.Τον έβλεπα.Άλλες στιγμές με πλησίαζε αρκετά -ώστε το καυσαέριο που έβγαινε απο κάθε του ανάσα να μου γίνεται ενοχλητικό- και άλλες στιγμές ήταν πιο πέρα.Αλλά πάντα με ακολουθούσε.Έφτασα στην πλατεία Αριστοτέλους.Έκατσα σε ένα παγκάκι για να ξεκουραστώ λίγο.Ένας μουσικός του δρόμου είχε κάνει συμφωνία με το βιολί του να ξεκουράσουν την πλατεία.Ήπια νερό κι έβγαλα απο την τσάντα μου το βιβλίο που αγόρασα.Είδα για λίγο το εξώφυλλο.Έδειχνε μία κορνίζα στον τοίχο κάποιου σαλονιού.Η κορνίζα έδειχνε έναν ουρανό.Ένας πανέμορφος καταγάλανος ουρανός με λίγες άσπρες πινελιές σαν χαριτωμένα ανοιξιάτικα σύννεφα.Σκέφτηκα να μην το ανοίξω τώρα παρά αργότερα.Στις ομπρέλες.Το έβαλα ξανά στην τσάντα και κοίταξα τον μουσικό που με κλειστά μάτια ερωτοτροπούσε με τις πανέμορφες μουσικές του.Το βιολί του έμοιαζε να είναι ο καλύτερός του φίλος.Παρατήρησα τα δέντρα στην πλατεία καθώς και τα αδέσποτα σκυλιά που είχαν μαζευτεί εκεί γύρω.Έμοιαζαν να απολαμβάνουν την μουσική.Παρατήρησα και τους ανθρώπους.Βιαζόντουσαν οι περισσότεροι.Λίγοι διάλεγαν να ξαποστάσουν ακούγοντας τον βιολιστή.Παρατήρησα και το επόμενο παγκάκι.Καθόταν αυτός ο γκρι, τσιμεντένιος άνθρωπος που ένιωθα πως σιγά σιγά άρχιζε να στοιχιώνει την βόλτα μου.Κοιτούσε προς τον μουσικό.Προς το δικό μου μέρος δεν κοίταξε ούτε μια στιγμή.Για κάποιο λόγο αυτό το τσιμεντένιο πλάσμα με ακολουθούσε.Η μουσική απόλαυση και ο χορός των δέντρων σταμάτησαν απότομα,όναν κάποιος λαχειοπώλης αποφάσισε πως πρέπει να λύσει δυνατά την διαφωνία που είχε με έναν πλανώδιο μικροπωλητή.Οι κόρνες των αυτοκινήτων άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν και κατάλαβα πως η μαγευτική παραμονή μου στην πλατεία Αριστοτέλους,έλαβε τέλος.Είχε έρθει η ώρα να κατέβω προς την παραλία.Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω προς τα κει.Στην παραλία τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά και όχι. Εξαρτάται απο ποια μεριά του δρόμου θα βρισκόσουν.Η μια πλευρά είχε γιορτή απο κόσμο που γέμιζαν τις καφετέριες ,απολαμβάνοντας ροφήματα,παρέες και βαβούρα.Η άλλη πλευρά του δρόμου,σε άφηνε να απολαύσεις όση θάλασσα και όσο ουρανό άντεχαν τα μάτια σου, Οι δύο αυτές πλευρές του δρόμου χωρίζονταν με μία διπλή φασαριόζικη λωρίδα αυτοκινήτων, που δεν την έκοβες εύκολα για να διασχίσεις τον δρόμο.Μου πήρε λίγα λεπτά αλλά κατάφερα τελικά και πέρασα στην πλευρά της θάλασσας και του ουρανού.Ήμουν πια στην μεριά όπου πεζοί και ποδηλάτες είχαν όλοι τον ίδιο σκοπό.Να μην κοιτάξουν ούτε μία φορά την απέναντι πλευρά του δρόμου.Φτάνοντας στον λευκό πύργο συνειδητοποίησα πως το τσιμεντένιο πλάσμα συνεχίζει να με ακολουθεί.Όποτε γύριζα προς το μέρος του,εκείνος κοιτούσε κάπου αλλού.Ούτε μία στιγμή δεν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας.Ελάττωσα το βήμα μου για να τον αφήσω να με φτάσει περισσότερο.Ήθελα να τον ρωτήσω ποιος είναι,τι θέλει και γιατί με ακολουθεί συνεχώς.Ένιωσα την παρουσία του δίπλα μου.Κι αυτό το άρωμα που άφηνε δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο.Καυσαέριο.Πώς γίνεται να βλέπω ουρανό και θάλασσα και να μυρίζει δίπλα μου καυσαέριο;Είχε αρχίσει να με ενοχλεί που είναι συνέχεια κοντά μου,που ήταν φτιαγμένος απο τσιμέντο και που βρώμαγε σαν είκοσι αυτοκίνητα μαζί.Μετά απο αρκετή ώρα περπάτημα έφτασα επιτέλους στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου.Έκατσα κάτω,έβγαλα τα γυαλιά ηλίου και φόρεσα το καπέλο που είχα μέσα στην τσάντα μου.Έβγαλα το βιβλίο,το ακούμπησα δίπλα μου και ήπια νερό.Μετά είδα τον γκρι άνθρωπο να κάθεται παραδίπλα.Ακριβώς όπως καθόμουν εγώ.Πήρα το βιβλίο μου,την τσάντα μου και σηκώθηκα σαστισμένη.Πήγα προς το μέρος του και έκατσα ακριβώς δίπλα του.Δεν αντέδρασε.Κοίταξα για λίγο μπροστά και γύρισα προς αυτόν. “Ποιος είσαι;Γιατί με ακολουθείς;” τον ρώτησα. “Εσύ ,ποια είσαι;”με ρώτησε κι εκείνος γυρνώντας το βλέμμα του προς τα μένα.Δεν απάντησα.Κοίταζα τα μάτια του.Ήταν καταγάλανα σαν τον ουρανό.Σαν να φτιάχτηκαν απο το ίδιο χρώμα,απο το ίδιο χέρι.”Δεν σε ακολουθώ” μου είπε.Γύρισε προς την θάλασσα και μετά με ξανακοίταξε.Αυτήν την φορά τα μάτια του είχαν είχα το χρώμα της θάλασσας.Έπειτα κοίταξε κάτω και τα μάτια του έγιναν καφέ,απο το χρώμα του ξύλου.”Τα μάτια σου μπορούν κι αλλάζουν χρώμα.Ποιος είσαι επιτέλους;” τον ρώτησα ξανά. “Όλων των ανθρώπων τα μάτια αλλάζουνε”είπε κοιτώντας πάλι προς την θάλασσα. Σηκώθηκε και έκανε να φύγει.Γύρισε τελευταία φορά προς εμένα και μου είπε σιγανά”εκείνο που κοιτάμε,εκείνο ορίζει το χρώμα των ματιών μας..”Έφυγε.”Επιτέλους,” σκέφτηκα.Έφυγε το τσιμέντο.Έπιασα το βιβλίο μου ξανά.Άρχισα να το διαβάζω γυρνώντας πότε πότε στο εξώφυλλο.Έβλεπα τον ουρανό στην κορνίζα κι έπειτα σήκωνα το βλέμμα μου στον αληθινό ουρανό που απλωνόταν απέραντος μπροστά μου.Χωρίς να σχηματίζεται γύρω του καμία κορνίζα απο τσιμεντένιες πολυκατοικίες.Αφέθηκα σε αυτό που έβλεπα και σε αυτό που διάβαζα αρκετή ώρα,τόσο που δεν θυμήθηκα οτι ξέχασα να αγοράσω τσάι...

ΥΓ Ευχαριστώ .
(Το διήγημα αυτό διακρίθηκε στον διαγωνισμό διηγημάτων “Θεσσαλονίκη: Απίθανες Ιστορίες της Πόλης μας” που διοργάνωσαν από κοινού οι Εκδόσεις iWrite (www.iwrite.gr) με την ομάδα της ιστοσελίδας www.impossible.gr. Ηταν ένα απο τα 40 που έγιναν βιβλίο.Μία υπέροχη συλλογή απο πολλούς νέους συγγραφείς.Τιμή μου που με βάλαν στην παρέα τους. )

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Εδώ πωλούνται φτερά

Μέσα στο κατακαλόκαιρο τι μου 'ρθε τώρα να σκεφτώ για φτερά ...ανθρώπους που τα φοράνε....άλλους που δεν τα χουν δει ποτέ κι ένα σωρό άλλα σχετικά και άσχετα....Αλλά κι απο την άλλη θα μου πεις ...έχουν εποχή οι αρλούμπες? Όχι δεν έχουν.Και καμιά φορά σε διδάσκουν κιόλας.....


   Μία όμορφη ημέρα του καλοκαιριού.. (ενός καλοκαιριού ..δεν ξέρω πότε), ο κυρ Νεκτάριος είχε παραλαβή στο κατάστημά του.Διατηρούσε κατάστημα (ειλικρινά δεν θυμάμαι που το είχε το μαγαζί του) με παιχνίδια και είδη που μπορούσαν να απασχολήσουν δημιουργικά και μη, ανθρώπους μικρής και ενδιαφέρουσας ηλικίας. Έφτασε λοιπόν ο προμηθευτής των παιχνιδιών.Πάρκαρε το φορτηγό του, κατέβηκε, καλημέρησε τον κυρ Νεκτάριο κ άνοιξε την πόρτα την πίσω απο το φορτηγό για να ξεφορτώσει τα παιχνίδια που ειχε φέρει... "Καλά,  σήμερα σου έφερα φοβερά πράγματα....Θα έχουν σίγουρη επιτυχία...." "Ε, μου φερες τίποτα καινούριο?" Τον ρώτησε ο κυρ Νεκτάριος. "Βέβαια....σου έφερα φτερά" "Τι φτερά?" "Απο αυτά που φοράνε στην πλάτη οι ονειροπόλοι και φτάνουν τα όνειρα τους".... "Α καλά..... σιγά μην πουλήσω τέτοιο πράγμα....Να τα πάρεις πίσω αυτά"  ... "Εγώ θα σου τα αφήσω να τα δοκιμάσεις... Αν δεν τα πουλήσεις όταν θα ξανάρθω, θα τα πάρω πίσω" ... Αφού συμφώνησαν και τελείωσε η παραλαβή, ο προμηθευτής έφυγε και ο κυρ Νεκτάριος άρχισε να τακτοποιεί την νέα βιτρίνα του μαγαζιού του... Έπιασε στα χέρια του ένα ζευγάρι φτερά  και το κοίταξε...χαμογέλασε - αφού του φάνηκαν αστεία- και σκέφτηκε να βάλει κανένα στην βιτρίνα....Τουλάχιστον θα τραβήξει τα βλέμματα... σκέφτηκε δυνατα.... τοποθετώντας τα φτεράστην βιτρίνα.Το μεσημέρι είχε πια τελειώσει.... Νωρίς το απόγευμα μπήκε πελάτης.Ένας νεαρός γύρω στα 24. Σαν στα χαμένα λίγο....λες και κουβάλαγε στα 24 του χρόνια άλλα τόσα..."Καλησπέρα σας....Θα ήθελα ένα μπλοκ ζωγραφικής και μαρκαδόρους.Θα επισκεφθώ τον ανηψιό μου και θα ήθελα να του κρατάω κάτι.Του αρέσει πολύ να ζωγραφίζει...." ο κυρ Νεκταριος εδωσε στον νεαρο αυτο που ζητησε και φτανοντας στο ταμειο τον ρωτησε "θα ηθελες και ενα ζευγαρι φτερα να φτασεις τα ονειρα σου?"...."Ναι βέβαια.." απάντησε ο νεαρός. Αφού πλήρωσε, χαιρέτησε κι έφυγε..Η δουλειά κύλησε ήρεμα και όμορφα.Το απόγευμα εκείνο πουλήθηκαν αρκετά ζευγάρια φτερά σε ονειροπόλους που ήθελαν να φτάσουν τα όνειρά τους. Ο προμηθευτής θα ρχόταν και αύριο.... Δέχτηκε τηλεφωνική παραγγελία και πολλές ευχαριστίες.Θα ρχόταν κι αύριο να φέρει φτερά.Τα φτερά πουλούσαν....Ο κυρ Νεκτάριος είχε παραγγείλει
αρκετά ζευγάρια φτερών τώρα....Ήταν σίγουρος πως θα έκανε χρυσες δουλειές. Και όντως..Στις επόμενες ημέρες τα φτερά είχαν γίνει ανάρπαστα....Νέοι και ηλικιωμένοι...μορφωμένοι και μη...άντρες και γυναίκες....πλούσιοι και φτωχοί...όλοι όσοι περνούσαν μπροστά απο το κατάστημα έμπαιναν μέσα για να αγοράσουν ένα ζευγάρι φτερά.... Κάποιες εβδομάδες μετά κι αφού η φήμη του μαγαζιού είχε μεγαλώσει..και η πελατεία του επίσης...μπήκε μέσα στο κατάστημα μία κοπέλα... "Καλημέρα, θα ήθελα ένα παιχνίδι για αγοράκι ηλινίας 2-3 χρονών..θα ήθελα να είναι κάτι εκπαιδευτικό σας παρακαλώ" Ο κυρ Νεκταριος άρχισε να προτείνει διάφορα ....ύστερα απο λίγη ώρα κατέληξαν και οι δύο σε ένα πανέμορφο ξύλινο τρενάκι-κουτί στο οποίο τοποθετούσες διάφορες φιγούρες μινιατούρες (ανθρώπους,  βαλίτσες, ζωάκια, ) και το ταξίδι ξεκινούσε... Στο ταμείο, αφού πλήρωσε η κοπέλα και πήγε να φύγει , έπεσε το βλέμμα της στα φτερά." Τι είναι αυτά?" Ρώτησε. "Αυτά είναι φτερά για να φτάσεις τα όνειρα σου" της απάντησε ο κυρ Νεκτάριος.Η κοπέλα γέλασε τόσο δυνατά που σχεδόν ξεπέρασε και την κόρνα απο το τρενάκι που είχε αγοράσει -αν αυτό θα ήταν αληθινό- ....."Γιατί γελάς?" "Τι θα πει γιατί γελάω.?είναι δυνατόν να πουλάς φτερά για να φτάσει κάποιος τα όνειρά του?Σιγά την ιδέα....Έχεις σκεφτεί να πουλάς έτοιμα όνειρα?Θα γλιτώνουν και απο τον κόπο να τα φτάσουν..Εγώ αν θέλεις μπορώ να σε βοηθησω... Ορίστε το τηλεφωνο μου.Αν το αποφασισεις μη διστασεις να με καλέσεις.." η κοπέλα έφυγε και ο κυρ Νεκταριος για τις επόμενες ημέρες σκεφτόταν αυτά που του χε πει η κοπέλα...... " μα πως δεν το ειχα σκεφτει.....έτοιμα όνειρα.....σωστα....όλοι θα πάρουν...έτοιμα όνειρα.....ούτε κόπος ούτε τίποτα ...θα πουλάνε σαν τρελά...σίγουρα.." Αφού το σκέφτηκε καλά,τηλεφώνησε στην κοπέλα για να συνεργαστούν...Την άλλη μέρα η κοπέλα είχε στείλει στο μαγαζί τουλάχιστον εκατό έτοιμα όνειρα με την ένδειξη <<προσοχη, ευθραυστα>> Της τηλεφώνησε για να την ενημερώσει για την παραλαβή. "Τα κέρδη απο τα όνειρα μισά μισά " του είπε..... " Σαν πολλά ζητάει αυτή " σκέφτηκε, αλλά δεν αρνήθηκε...Ήξερε πως θα πουλήσει τα όνειρα...ήταν σίγουρος...Οι μέρες πέρασαν και πραγματι είχαν πουληθεί όλα τα όνειρα....ήταν τόσο ευτυχισμένος ο κυρ Νεκταριος..... σκεφτόταν μάλιστα να σταματήσει να πουλάει παιχνίδια και να έχει μόνο όνειρα στο μαγαζί....  Ωσπου ένα πρωί μόλις έφτασε στο μαγαζί για να ανοίξει βρήκε απ'έξω ένα σωρό κόσμο.... " Θα ήρθαν να αγοράσουν όνειρα....." σκέφτηκε και πλησίασε χαμογελαστός την πόρτα για να ξεκλιδώσει....Τότε συνειδητοποίησε πως αυτοί δεν ήταν χαρούμενοι υποψήφιοι πελάτες αλλά εκείνοι που είχαν ήδη αγοράσει όνειρα απο το κατάστημά του και μάλιστα θυμωμένοι.... "Τι συμβαίνει"? Τους ρώτησε.Κάποιος πήρε τον λόγο. "Τα όνειρα που μας πουλησες..στα φεραμε πίσω...μας κορόιδεψες....άλλα δεν μας κάνουν, άλλα δεν ταιριάζουν με τον τρόπο ζωής μας, άλλα δεν κάνουν με τις οικογένειες μας....άλλα ήταν προχειρα και χαλάσανε πριν τα πάμε σπίτι....Δεν μας κάνουν βρε αδερφε....Δεν μας ταιριάζουν...τα λεφτά μας πίσω..... Ο κυρ Νεκτάριος αναγκάστηκε να επιστρέψει τα χρήματα πίσω.Δυσαρεστημένος τηλεφώνησε στην κοπέλα που του τα είχε προμηθεύσει.Το τηλέφωνο δεν ίσχυε πια.... "Είμαι πολύ κορόιδο...." σκέφτηκε.... "ενθουσιάστηκα κ δε σκέφτηκα πως δεν θα φτουρήσει κανένα έτοιμο όνειρο..... αφού δεν μπορώ να ξέρω τι πραγματικά κρύβει στην ψυχή του ο καθένας.... μα κι αυτοί...τρέξαν αμέσως να αγοράσουν.....τι να πω.....τώρα τι θα τα κάνω τόσα έτοιμα  όνειρα......? Θα τα πετάξω.....ούτε να τα χαρίσω δεν μου πάει....είναι άχρηστα μάλλον...ήταν μια απάτη όλο αυτό...κρίμα...." μονολογούσε..... Τις επόμενες μέρες η δουλειά στο μαγαζί είχε πέσει...  Ένα απόγευμα πέρασε τυχαία ο προμηθευτής των παιχνιδιών..."  Καλησπέρα κυρ Νεκτάριε..πώς πάει η δουλειά?" " Άστα να πάνε..." του εξήγησε όλη την ιστορία με την κοπέλα και την ιδέα με τα έτοιμα όνειρα..... " Σκέφτηκα οτι θα πουλούσαν και θα ήταν καλύτερα απο τα φτερά που μου χες φέρει..."    " Σου γυρισε κανεις πισω φτερα?" Τον ρωτησε.... " Οχι ποτε" του αποκρίθηκε... "Ξέρεις γιατί?.......Γιατί κάποιοι ανθρωποι δεν ενδιαφέρονται για το αν θα κουραστούν για τα όνειρά τους.....τους αρκεί μόνο να πιστέψουν πως θα τα φτάσουν.Να πιστέψουν πως έχουν τον τρόπο..... Και ο πιο ασφαλής τρόπος είναι να έχει κανείς δύο φτερά..... Καλό απόγευμα...." είπε καθώς απομακρυνόταν απο το μαγαζί..... Ο κυρ Νεκτάριος ήξερε πως όλα αυτά έπρεπε να τα σκεφτει πολύ καλά.....



ΥΓ Δεν αρκεί η ζέστη έχω να θυμώνω και με χαρακτήρες που δημιουργώ η ίδια.... για την κοπέλα λέω...κι ακόμα θυμήθηκα πού είχε το μαγαζί ο κυρ Νεκτάριος..... Στο πίσω μέρος του μυαλού μου....και του δικού σου....το ξέρεις έτσι......;; Καλό ξημέρωμα...

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ορφανές λέξεις

 Κάποτε, σε μία πολύ όμορφη πόλη με πολλούς ανθρώπους υπήρχε ένα ορφανοτροφείο. Το ορφανοτροφείο αυτό ήταν διαφορετικό απο αυτά που έχουμε συνηθίσει.Δεν φιλοξενούσε παιδιά αλλά λέξεις. . . Εκεί ζούσαν ένα σωρό ορφανές λέξεις που περίμεναν μέρα με την ημέρα.... στιγμή με την στιγμή... έναν άνθρωπο....να τις υιοθετήσει.... Να τις  βάλει στην ζωή του.. στην καθημερινότητα του... να δώσει νόημα στην ύπαρξη τους.... Οι λέξεις που δεν υιοθετούνταν έμεναν και μεγάλωναν εκεί ώσπου να ενηλικιωθούν και να τραβήξουν μόνες τους τον δρόμο τους... Όπως η λέξη "Συνεσταλμένος".. Σε λίγο θα γινόταν 18 και ποτέ κανείς στην μέχρι τώρα ζωή της δεν ήθελε να την πάρει μαζί του..... όταν έφτανε η νύχτα η λέξη "Συνεσταλμένος" κάθονταν στο παράθυρο και χάζευε τον ουρανό.... Σκεφτόταν πως γεννήθηκε σε μία  λάθος εποχή.... Είχε ακούσει ιστορίες για τους προγόνους της και ζήλευε αφάνταστα την τύχη που είχαν στην δική τους ζήση. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της όταν ξάπλωνε και θύμωνε με τους ανθρώπους που τόσο άλλαξαν και δεν την θέλουν πια.... "Να πάρει..... "-σκεφτόταν- "...έγιναν τόσο ξεδιάντροποι όλοι που δεν θα βρω οικογένεια ποτέ.....θα γεράσω μόνη μου...." Και με αυτό το παράπονο...ξάπλωνε και άφηνε σώμα και πνεύμα στην αγκαλιά του Μορφέα.....  Οι μέρες περνούσαν στο αλλιώτικο αυτό ορφανοτροφείο και οι λέξεις που ζούσαν εκεί ανυπομωνούσαν να βρουν οικογένεια....  Ένα πρωί,  εμφανίστηκε στο κατώφλι ένας άνθρωπος.Χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε ο υπεύθυνος του ιδρύματος και τον καλωσόρισε.  Ήταν φανερό πως είχε έρθει για υιοθεσία. Οι λέξεις μαζεύτηκαν όλες με λαχτάρα πίσω απο την μεγάλη συρώμενη πόρτα του σαλονιού όπου κάθονταν ο άνθρωπος και ο υπεύθυνος του ιδρύματος,  για να ακούσουν τι θα πουν... Κάθε λέξη είχε την αγωνία και την επιθυμία να είναι εκείνη αυτή που θα φύγει μαζί με τον άνθρωπο......Όταν η κουβέντα τελείωσε ο υπεύθυνος ζήτησε απο τις λέξεις να έρθουν στο σαλόνι για να γνωρίσουν τον άνθρωπο και εκείνος να διαλέξει... Πέρασαν όλες μέσα (-όσες ήταν ανήλικες δηλαδή, οι πιο μεγάλες δεν εμφανίζονταν πλέον..απλά περίμεναν την ενηλικίωση τους- )και στάθηκαν να κοιτάνε. Όλες με νάζι και καημό.... Ο άνθρωπος τις κοίταξε όλες και τότε διάλεξε... Σηκώθηκε..πλησίασε την λέξη " Πρέπει" ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και είπε... "Νομίζω πως ξέρω ποια θα πάρω"..και χαμογέλασε.... η λέξη " Πρέπει δεν μπορούσε να κρύψει την χαρά της".... Μέσα στον επόμενο καιρό έγιναν κι άλλες υιοθεσίες.... Άνθρωποι πήγαιναν και διάλεγαν τη λέξη που ταίριαζε στο είναι και στο "γίνε" τους και  φτιάχναν τη ζωή τους όλοι μαζί.... Ωσπου μια μέρα επέστρεψε ο άνθρωπος που είχε υιοθετήσει την λέξη "Πρέπει". "Καλώς τον " του είπε ο υπεύθυνος."Πώς είναι η ζωή σας με την λέξη που διαλέξατε?"....."Για αυτό ήρθα να μιλήσουμε.....Υπάρχει κάποιο πρόβλημα" "Δεν καταλαβαίνω...τι πρόβλημα είναι αυτό, που σας έφερε πάλι εδώ?" "Να....απο τότε που πήρα την λέξη αυτή, έχει αλλάξει η ζωή μου....Η λέξη  είναι πολύ καλή, με βοηθάει με το σπίτι, με την δουλειά, με τις αγορές, με τις αποφάσεις αλλά να.....έχω πρόβλημα με τους ανθρώπους μου..... Δεν την συμπαθούν και δεν τους συμπαθεί.....Μάλιστα εξ'αιτίας της, κάποιοι έφυγαν απο τη ζωή μου.... Φοβάμαι οτι στο τέλος θα μείνουμε εγώ κι αυτή...." "Τι θα θέλατε να γίνει?"  ρώτησε ο υπεύθυνος... "Θα ήθελα να υιοθετήσω άλλη μία λέξη...μήπως έτσι στρώσουν τα πράγματα..... δεν θα ήθελα να εγκαταλείψω την λέξη Πρεπει γιατι όπως σου είπα, εκτός τους ανθρώπους...σε όλα τα άλλα με βοηθάει περίφημα.....και τα πάμε πολύ καλά. " Ο υπεύθυνος  φώναξε όλες τις λέξεις να έρθουν στο σαλόνι.....Κι έτσι έγινε...... Τότε ο άνθρωπος πλησίασε μία λέξη και είπε με γλυκιά και ήρεμη φωνή.... "Με τούτη δω, νομίζω πως όλοι θα τα πηγαίνουν υπέροχα και δεν θα έχω πρόβλημα....Ε, κι αν δεν τα πάει καλά στην  επιβίωση και την πρόοδο δεν πειράζει.....θα τα αναλάβουμε εγώ με την Πρέπει αυτά....  Τότε ο υπεύθυνος , κρατώντας τα συμβόλαια υιοθεσίας για να υπογράψουν... ψυθίρισε στο αυτί της λέξης... " Θέλω, αν δεν εμπιστεύεσαι να πας με τον άνθρωπο αυτόν πες το..." η μικρή λέξη Θέλω, χαμογέλασε.... "Θα πάω...άλλωστε στηρίζεται πάνω μου για το σπουδαίο κομμάτι της ζωή του που έχει να κάνει με τους ανθρώπους του.....Θα πάω" .......είπε και χαρούμενη πήγε προς το δωμάτιο να μαζέψει τα πραγματα της.........




ΥΓ Κανένα "πρέπει" δεν μπορεί να περισέψει απο το χρονοντούλαπο μιας στημένης υπεροχής, όμως και κανένα "θέλω" δεν μπορεί να ακυρώσει την αυθόρμητη υπεροχή μιας αλλοτηνής εποχής. Όπως και να χει υπάρχει μια υπεροχή στις λέξεις..... Δες την.Μην την φαντάζεσαι.....  Καλημερόνυχτα νυχτοπούλια μου.....

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Οι μικρές αποφάσεις γίνονται μεγάλα παραμύθια

 - Με τη νέα χρονιά έχουμε ζήσει μόλις δύο Παρασκευές.Αναρίθμητα παραμύθια για τον καθένα...ή κανένα για όλους μας. Δεν ξέρω.Με το πέρασμα των χρόνων που ο καθένας μας κουβαλάει στην πλάτη του έχουμε ζήσει μετρημένα παραμύθια.Δεν είναι φοβερό;Αναρίθμητα σε μόλις δύο Παρασκευές και μετρημένα σε άπειρες.Κουλό θα έλεγα.Οι μέρες που ζήσαμε όμως έτσι είναι. Πρωταγωνίστριες στα νούμερά μας και ό,τι θέλουν κάνουν...


  Κάποτε σε μία Πέμπτη ζούσαν πέντε αποφάσεις. Ήταν άγνωστες μεταξύ τους και ουδέποτε είχαν συναντηθεί ξανά.Οταν βρέθηκαν στην ίδια μέρα (ίδιο μέρος για την διάστασή τους), είχαν μία απόσταση μεταξύ τους.Ειδικά οι τρεις μεγάλες κοιτούσαν καχύποπτα τις υπόλοιπες χωρίς να μιλάνε..Οι άλλες δύο ήταν σχεδόν πιτσιρίκια. Και ανώριμες αρκετά.. Αφού πέρασαν όλη την ημέρα η μία δίπλα στην άλλη, γεννήθηκε ανάμεσά τους μία μικρή επιθυμία να γνωριστούν.. Η μία απόφαση -η μεγαλύτερη όλων- ξεκίνησε την κουβέντα με τις άλλες για να σπάσει ο πάγος.Ήταν λίγο πριν απο τα μεσάνυχτα. Σε λίγο θα ήταν Παρασκευή.Η αμήχανη Πέμπτη θα έφευγε για πάντα και  όλα θα έφτιαχναν.Αυτό ήταν κάτι που γνώριζαν και οι πέντε αποφάσεις.Ωστόσο η κουβέντα μεταξύ τους ήταν αόριστη και αμήχανη και κάθε άλλο παρά τον πάγο έσπασε..Οι ώρες περνούσαν και όλες φοβόντουσαν το ίδιο πράγμα..Μήπως και ξεχαστούν.Μεταξύ μας τώρα, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απο μία απόφαση απο το να την αγνοούν και εν τέλει να την ξεχάσουν. Ζούσαν με αυτόν τον φόβο απο την στιγμή της γέννησής τους.Μερικές  εμφάνιζαν και συμπτώματα κρίσης πανικού..Τόσο άγχος... -κανείς μας δεν θα ήθελε να ήταν απόφαση , να ξέρεις..-. Όπως λοιπόν περνούσαν οι ώρες και οι αποφάσεις γίνονταν όλο και πιο νευρικές.. -λίγο η αυπνία, λίγο το άγχος, λίγο η πείνα...- έγινε κάτι που όλοι περίμεναν.. έφτασε η Παρασκευή!!! Αυτή η μέρα αγαπήθηκε απο πολλές αποφάσεις.. Άλλες την μίσησαν αλλά η αγάπη που πήρε απο άλλες ήταν δυνατότερη... Μέσα σε αυτήν την Παρασκευή λοιπόν, θα ξεκαθάριζε το τοπίο..Θα ξεχώριζαν οι αποφάσεις..Θα έμεναν οι καλύτερες και εκείνες οι ανούσιες θα έφευγαν και θα ζούσαν αυτό που φοβόντουσαν..Θα τις αγνοούσαν και θα τις ξεχνούσαν μετά μια για πάντα.Κι έτσι κι έγινε... Οι τρεις αποφάσεις μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και την έκαναν με ελαφρά..Έμειναν μόνο οι δύο..Οι δύο οι μικρότερες... Εδώ που τα λέμε...αλλιώς να παίρνεις ένα μωρό απόφαση και να το μεγαλώνεις κι αλλιώς μία ενήλικη μεστωμένη με δική της άποψη!!! Θέλεις να την πλάσεις όσο να πεις.. Αφού έμειναν λοιπόν τα  πιτσιρίκια -η χαρά τους δεν μπορούσε να κρυφτεί- , ανακάλυψαν κάτι που τα έκανε ακόμα πιο χαρούμενα...Θα γίνονταν παραμύθια..Τα μεγάλα παραμύθια που θα ζούσε εκείνος που αποφάσισε..Εν καιρώ..Όχι εκείνη την Παρασκευή....Αλλά πολλές απο τις επόμενες... Θέλω να πω, δεν έχει σημασία αν μία απόφαση που καλείσαι να πάρεις, είναι μικρή ή μεγάλη. Αρκεί να είναι αυτή που σου κάνει.Αυτή που μεγαλώνοντας θα γίνει συνταξιδιώτης στον δικό σου μύθο.Αυτή που αν την πάρεις θα την δεις να ωριμάζει και θα τολμήσεις να της πεις ευχαριστώ κι όχι "τι θες εσύ εδώ γαμώτο;"......  Και δεν είναι ανάγκη να κρατάς όσες έρχονται επειδή τις λυπάσαι...Καμιά φορά κάποιες αποφάσεις γεννιούνται για να πεθάνουν μόνες...κι άλλες για να μην πεθάνουν ποτέ...Οι Παρασκευές τις κάνουν παραμύθια...Και μέχρι την Δευτέρα, θα είσαι ένας ήρωας που γέννησες εσύ.
Κατάλαβες παραμυθά μου;Δεν γεννηθήκαμε για να ταιριάζουμε με όλες τις αποφάσεις......


 Υ.Γ.Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις ....και δυο χορεύουν!!!

Σας αγαπώ λιγάκι.. :-)